Anonymous

στάλιξ: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στάλιξ:''' -ῐκος, ἡ (στᾰλῆναι), πάσαλλος στον οποίο προσδένονται τα δίχτυα, σε Ξεν., Θεόκρ.
|lsmtext='''στάλιξ:''' -ῐκος, ἡ (στᾰλῆναι), πάσαλλος στον οποίο προσδένονται τα δίχτυα, σε Ξεν., Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''στάλιξ:''' ικος (ᾰ) ἡ кол, жердь, шест (для укрепления сетей) Theocr., Plut., Sext., Anth.
}}
}}