3,277,759
edits
(6) |
(4) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στέφω:''' μέλ. <i>στέψω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔστεψα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐστέφθην</i>, παρακ. [[ἔστεμμαι]]·<br /><b class="num">1.</b> [[περιβάλλω]], [[περικλείω]], [[περιθέτω]], Λατ. circumdare, ἀμφὶ κεφαλῇ [[νέφος]] ἔστεφε δῖα θεάων, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει</i>, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., [[θέτω]] γύρω από το [[κεφάλι]] μου [[στεφάνι]], στεφανώνομαι, σε Ανθ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[περιβάλλω]], [[επιστέφω]], [[στεφανώνω]], <i>τινὰ ἄνθεσι</i>, σε Ησίοδ.· <i>μυρσίνης κλάδοις</i>, σε Ευρ. — Μέσ., στέφου [[κάρα]], φόρεσε [[στεφάνι]] στο [[κεφάλι]] [[σου]], σε Ευρ. — Παθ., στεφανώνομαι, επιστέφομαι, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[στεφανώνω]], δηλ. [[επιβραβεύω]], [[τιμώ]] με σπονδές, σε Σοφ. | |lsmtext='''στέφω:''' μέλ. <i>στέψω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔστεψα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐστέφθην</i>, παρακ. [[ἔστεμμαι]]·<br /><b class="num">1.</b> [[περιβάλλω]], [[περικλείω]], [[περιθέτω]], Λατ. circumdare, ἀμφὶ κεφαλῇ [[νέφος]] ἔστεφε δῖα θεάων, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει</i>, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., [[θέτω]] γύρω από το [[κεφάλι]] μου [[στεφάνι]], στεφανώνομαι, σε Ανθ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[περιβάλλω]], [[επιστέφω]], [[στεφανώνω]], <i>τινὰ ἄνθεσι</i>, σε Ησίοδ.· <i>μυρσίνης κλάδοις</i>, σε Ευρ. — Μέσ., στέφου [[κάρα]], φόρεσε [[στεφάνι]] στο [[κεφάλι]] [[σου]], σε Ευρ. — Παθ., στεφανώνομαι, επιστέφομαι, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[στεφανώνω]], δηλ. [[επιβραβεύω]], [[τιμώ]] με σπονδές, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στέφω:''' (fut. στέψω; pass.: aor. ἐστέφθην, pf. [[ἔστεμμαι]])<br /><b class="num">1)</b> окружать, окутывать, обвивать (вокруг чего-л.) ([[νέφος]] ἀμφὶ κεφαλῇ τινι Hom.): μορφὴν ἔπεσι σ. Hom. затмевать (невзрачную) наружность красноречием;<br /><b class="num">2)</b> украшать венками, увенчивать (ἄνθεσιν εἰαρινοῖσι Hes.; τὴν πρύμναν τοῦ πλοίου Plat.): κεκράτηκας καὶ ἔστεψαι τὰ [[Ὀλύμπια]] Luc. ты победил и увенчан олимпийским венком;<br /><b class="num">3)</b> обматывать, обвивать (ἐρίῳ Plat.; λήνει ἐστεμμένος Aesch.);<br /><b class="num">4)</b> окроплять (τύμβον λοιβαῖσι Soph.). | |||
}} | }} |