3,256,953
edits
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στῆριγξ:''' -ιγγος, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[υποστήριγμα]], [[έρεισμα]], [[αντέρεισμα]], [[στύλος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ξύλο]] με [[απόληξη]] δικράνας, στο οποίο στηριζόταν το επίμηκες [[ξύλο]] που εκτεινόταν από το [[μέσο]] του άξονα προς τα [[εμπρός]] στα δίτροχα άρματα, Λατ. [[furca]], σε Λυσ. | |lsmtext='''στῆριγξ:''' -ιγγος, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[υποστήριγμα]], [[έρεισμα]], [[αντέρεισμα]], [[στύλος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ξύλο]] με [[απόληξη]] δικράνας, στο οποίο στηριζόταν το επίμηκες [[ξύλο]] που εκτεινόταν από το [[μέσο]] του άξονα προς τα [[εμπρός]] στα δίτροχα άρματα, Λατ. [[furca]], σε Λυσ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στῆριγξ:''' ιγγος ἡ<br /><b class="num">1)</b> опора, подпора, устой (στήριγγες τοῦ σώματος Xen.; αἱ στήριγγες τῶν πύργων Diod.);<br /><b class="num">2)</b> (лат. [[furca]]) подпорная вилка или козлы Plut. | |||
}} | }} |