Anonymous

στῆριγξ: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στῆριγξ:''' -ιγγος, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[υποστήριγμα]], [[έρεισμα]], [[αντέρεισμα]], [[στύλος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ξύλο]] με [[απόληξη]] δικράνας, στο οποίο στηριζόταν το επίμηκες [[ξύλο]] που εκτεινόταν από το [[μέσο]] του άξονα προς τα [[εμπρός]] στα δίτροχα άρματα, Λατ. [[furca]], σε Λυσ.
|lsmtext='''στῆριγξ:''' -ιγγος, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[υποστήριγμα]], [[έρεισμα]], [[αντέρεισμα]], [[στύλος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ξύλο]] με [[απόληξη]] δικράνας, στο οποίο στηριζόταν το επίμηκες [[ξύλο]] που εκτεινόταν από το [[μέσο]] του άξονα προς τα [[εμπρός]] στα δίτροχα άρματα, Λατ. [[furca]], σε Λυσ.
}}
{{elru
|elrutext='''στῆριγξ:''' ιγγος ἡ<br /><b class="num">1)</b> опора, подпора, устой (στήριγγες τοῦ σώματος Xen.; αἱ στήριγγες τῶν πύργων Diod.);<br /><b class="num">2)</b> (лат. [[furca]]) подпорная вилка или козлы Plut.
}}
}}