Anonymous

στῆριγξ: Difference between revisions

From LSJ
6
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ιγγος (ἡ) :<br />fourche pour soutenir le timon d’une voiture non attelée.<br />'''Étymologie:''' [[στηρίζω]].
|btext=ιγγος (ἡ) :<br />fourche pour soutenir le timon d’une voiture non attelée.<br />'''Étymologie:''' [[στηρίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στῆριγξ:''' -ιγγος, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[υποστήριγμα]], [[έρεισμα]], [[αντέρεισμα]], [[στύλος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ξύλο]] με [[απόληξη]] δικράνας, στο οποίο στηριζόταν το επίμηκες [[ξύλο]] που εκτεινόταν από το [[μέσο]] του άξονα προς τα [[εμπρός]] στα δίτροχα άρματα, Λατ. [[furca]], σε Λυσ.
}}
}}