3,274,916
edits
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συμβόλαιον:''' τό,<br /><b class="num">I.</b> όπως το [[σύμβολον]], χαρακτηριστικό [[σημάδι]] ή [[σημείο]] από το οποίο συμπεραίνει [[κάποιος]], [[τεκμήριο]], [[μαρτυρία]], σε Ηρόδ.· [[σύμπτωμα]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> στην Αθήνα, [[συμβόλαιο]], [[σύμβαση]], ομόλογο, [[γραμμάτιο]] που εκδίδεται σε [[αναγνώριση]] δανείου ή χρηματικής οφειλής, σε Ρήτ.· στον πληθ., για ένα και μόνο [[συμβόλαιο]], σε Πλάτ. κ.λπ.· τὰ [[Ἀθήναζε]] καὶ τὰ [[Ἀθήνηθεν]] συμβόλαια, ομόλογο χρηματικού δανείου με [[ενέχυρο]] φορτία που εισάγονται στην Αθήνα, [[καθώς]] και φορτία που εξάγονται απ' αυτήν, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[υποχρέωση]], [[δέσμευση]], σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> [[συναναστροφή]], [[σχέση]], ερωτική [[πράξη]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''συμβόλαιον:''' τό,<br /><b class="num">I.</b> όπως το [[σύμβολον]], χαρακτηριστικό [[σημάδι]] ή [[σημείο]] από το οποίο συμπεραίνει [[κάποιος]], [[τεκμήριο]], [[μαρτυρία]], σε Ηρόδ.· [[σύμπτωμα]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> στην Αθήνα, [[συμβόλαιο]], [[σύμβαση]], ομόλογο, [[γραμμάτιο]] που εκδίδεται σε [[αναγνώριση]] δανείου ή χρηματικής οφειλής, σε Ρήτ.· στον πληθ., για ένα και μόνο [[συμβόλαιο]], σε Πλάτ. κ.λπ.· τὰ [[Ἀθήναζε]] καὶ τὰ [[Ἀθήνηθεν]] συμβόλαια, ομόλογο χρηματικού δανείου με [[ενέχυρο]] φορτία που εισάγονται στην Αθήνα, [[καθώς]] και φορτία που εξάγονται απ' αυτήν, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[υποχρέωση]], [[δέσμευση]], σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> [[συναναστροφή]], [[σχέση]], ερωτική [[πράξη]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμβόλαιον:''' τό<b class="num">1)</b> признак, довод: σ. [[πιστόν]] Her. достоверный признак; τὰ οὐκέτ᾽ ὄντος συμβόλαια Soph. симптомы близкой кончины;<br /><b class="num">2)</b> преимущ. pl. соглашение, договор, сделка, контракт, обязательство: τὰ πρὸς ἀλλήλους συμβόλαια Plat. взаимные обязательства; συμβολαίου [[λαχεῖν]] τινα (sc. [[δίκην]]) Lys. предъявить кому-л. иск в связи с контрактом; μηδενὸς συμβολαίου γεγενημένου Lys. без заключения какого-л. договора;<br /><b class="num">3)</b> долговое обязательство: σ. ἔγγειον Dem. заем под земельное обеспечение; τὰ [[Ἀθήναζε]] καὶ τὰ᾽ Αθήνηθεν συμβόλαια Dem. денежная ссуда под залог грузов, следующих в Афины и из Афин; οἱ ἀποστεροῦντες τὰ συμβόλαια Isocr. уклоняющиеся от уплаты (своих) долгов;<br /><b class="num">4)</b> pl. сношения, дела: τὰ τοῦ καθ᾽ ἡμέραν βίου συμβόλαια Dem. повседневные деловые отношения; τὰ περὶ τὴν ἀγορὰν συμβόλαια Arst. рыночные операции;<br /><b class="num">5)</b> связь, отношение (ἔς τινα Eur.; πρὸς γυναῖκα Plut.). | |||
}} | }} |