Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συμβατός: Difference between revisions

From LSJ
4
(39)
(4)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συμβατός]], -ή, -όν, ΝΑ [[συμβαίνω]]<br />αυτός που υπόκειται σε [[σύμβαση]], σε [[συμφωνία]] («οὐδ' ή τῶν μελλόντων [[ἀδηλότης]] αὐτῷ συμβατή», Φίλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />συμβιβάσιμος, εναρμονιζόμενος, [[σύμφωνος]], [[ταιριαστός]], [[κατάλληλος]].
|mltxt=-ή, -ό / [[συμβατός]], -ή, -όν, ΝΑ [[συμβαίνω]]<br />αυτός που υπόκειται σε [[σύμβαση]], σε [[συμφωνία]] («οὐδ' ή τῶν μελλόντων [[ἀδηλότης]] αὐτῷ συμβατή», Φίλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />συμβιβάσιμος, εναρμονιζόμενος, [[σύμφωνος]], [[ταιριαστός]], [[κατάλληλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''συμβᾰτός:''' [adj. verb. к [[συμβαίνω]] случающийся, могущий случиться, возможный: μὴ [[συμβατόν]] ἐστι Polyb. невозможно, немыслимо.
}}
}}