συμβατός
From LSJ
μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → not to be born is, past all prizing, best | not to be born excels the whole account | not to be born exceeds every possible estimate | not to be born is, beyond all estimation, best | never to have lived is best | not to be born is best of all
English (LSJ)
συμβατή, συμβατόν, liable to happen, οὐδ' ἡ τῶν μελλόντων ἀδηλότης αὐτῷ συμβατή Ph.1.277; συμβατόν ἐστι, = συμβαίνει, Plb.9.2.4.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συμβατός, -ή, -όν, ΝΑ συμβαίνω
αυτός που υπόκειται σε σύμβαση, σε συμφωνία («οὐδ' ή τῶν μελλόντων ἀδηλότης αὐτῷ συμβατή», Φίλ.)
νεοελλ.
συμβιβάσιμος, εναρμονιζόμενος, σύμφωνος, ταιριαστός, κατάλληλος.
Russian (Dvoretsky)
συμβᾰτός: [adj. verb. к συμβαίνω случающийся, могущий случиться, возможный: μὴ συμβατόν ἐστι Polyb. невозможно, немыслимо.