Anonymous

συμπροπίπτω: Difference between revisions

From LSJ
4
(39)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[προπίπτω]]<br />[[πέφτω]] [[προς]] τα [[εμπρός]] ταυτόχρονα με άλλον.
|mltxt=Α [[προπίπτω]]<br />[[πέφτω]] [[προς]] τα [[εμπρός]] ταυτόχρονα με άλλον.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπροπίπτω:''' вместе устремляться, выбегать: ἀπηλλάττετο, συμπροπεσόντων [[αὐτῷ]] (v. l. συμπροπεμπόντων αὐτὸν) τῶν [[φίλων]] Polyb. он ушел, сопровождаемый друзьями.
}}
}}