συμπροπίπτω

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπροπίπτω Medium diacritics: συμπροπίπτω Low diacritics: συμπροπίπτω Capitals: ΣΥΜΠΡΟΠΙΠΤΩ
Transliteration A: sympropíptō Transliteration B: sympropiptō Transliteration C: sympropipto Beta Code: sumpropi/ptw

English (LSJ)

rush forth with, τινι f.l. in Plb.31.14.1.

German (Pape)

[Seite 990] (s. πίπτω), mit od. zugleich heraus-od. hervorfallen, hervorgehen, Pol. 31, 22, 1.

Russian (Dvoretsky)

συμπροπίπτω: вместе устремляться, выбегать: ἀπηλλάττετο, συμπροπεσόντων αὐτῷ (v.l. συμπροπεμπόντων αὐτὸν) τῶν φίλων Polyb. он ушел, сопровождаемый друзьями.

Greek (Liddell-Scott)

συμπροπίπτω: ὁρμῶ πρὸς τὰ ἐμπρὸς μετά τινος, τινι Πολύβ. 31. 22, 1.

Greek Monolingual

Α προπίπτω
πέφτω προς τα εμπρός ταυτόχρονα με άλλον.