3,277,226
edits
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σύμπνοος:''' -ον, συνηρ. -πνους, -ουν ([[συμπνέω]]), αυτός που αναπνέει από κοινού, που συμφωνεί με, [[ομόγνωμος]], [[ομόψυχος]], <i>τινι</i>, σε Ανθ. | |lsmtext='''σύμπνοος:''' -ον, συνηρ. -πνους, -ουν ([[συμπνέω]]), αυτός που αναπνέει από κοινού, που συμφωνεί με, [[ομόγνωμος]], [[ομόψυχος]], <i>τινι</i>, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σύμπνοος:''' стяж. [[σύμπνους]] 2 единодушный, проникнутый единством (ὁ [[κόσμος]] Plut.): σ. τινι Anth. единодушный с кем(чем)-л. | |||
}} | }} |