Anonymous

σύμπνοος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύμπνοος:''' -ον, συνηρ. -πνους, -ουν ([[συμπνέω]]), αυτός που αναπνέει από κοινού, που συμφωνεί με, [[ομόγνωμος]], [[ομόψυχος]], <i>τινι</i>, σε Ανθ.
|lsmtext='''σύμπνοος:''' -ον, συνηρ. -πνους, -ουν ([[συμπνέω]]), αυτός που αναπνέει από κοινού, που συμφωνεί με, [[ομόγνωμος]], [[ομόψυχος]], <i>τινι</i>, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''σύμπνοος:''' стяж. [[σύμπνους]] 2 единодушный, проникнутый единством (ὁ [[κόσμος]] Plut.): σ. τινι Anth. единодушный с кем(чем)-л.
}}
}}