Anonymous

σύμπνοος: Difference between revisions

From LSJ
6
(Bailly1_5)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οος, οον;<br />animé d’un même souffle.<br />'''Étymologie:''' [[συμπνέω]].
|btext=οος, οον;<br />animé d’un même souffle.<br />'''Étymologie:''' [[συμπνέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σύμπνοος:''' -ον, συνηρ. -πνους, -ουν ([[συμπνέω]]), αυτός που αναπνέει από κοινού, που συμφωνεί με, [[ομόγνωμος]], [[ομόψυχος]], <i>τινι</i>, σε Ανθ.
}}
}}