3,277,114
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνδιατρίβω:''' [ῑ], μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> περνώ ή [[δαπανώ]] χρόνο από κοινού ή μαζί με κάποιον, [[συνοικώ]], σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> απόλ. (ενν. <i>βίον</i>), ζω [[σταθερά]] μαζί με, [[συζώ]], [[συμβιώνω]]· <i>οἱ τῷ Σωκράτει συνδιατρίβοντες</i>, οι μαθητές του, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[καταγίνομαι]], [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]], με δοτ., σε Ισοκρ. | |lsmtext='''συνδιατρίβω:''' [ῑ], μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> περνώ ή [[δαπανώ]] χρόνο από κοινού ή μαζί με κάποιον, [[συνοικώ]], σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> απόλ. (ενν. <i>βίον</i>), ζω [[σταθερά]] μαζί με, [[συζώ]], [[συμβιώνω]]· <i>οἱ τῷ Σωκράτει συνδιατρίβοντες</i>, οι μαθητές του, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[καταγίνομαι]], [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]], με δοτ., σε Ισοκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνδιατρίβω:''' (ῑ)<br /><b class="num">1)</b> вместе проводить время, постоянно общаться (τινί Plat. и [[μετά]] τινος Isocr.): οἱ τῷ Σωκράτει συνδιατρίβοντες Xen. постоянные спутники, т. е. ученики Сократа; αἱ διατριβαί, ἃς συνδιέτριβον ἀλλήλοις Aeschin. занятия, в которых он проводил время вместе с другими;<br /><b class="num">2)</b> предаваться, заниматься, посвящать себя (ταῖς ἀρεταῖς, τοῖς μύθοις Τρωϊκοῖς Isocr.). | |||
}} | }} |