Anonymous

συνδοκέω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνδοκέω:''' μέλ. -[[δόξω]] και <i>-δοκήσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φαίνομαι]] επίσης [[εύλογος]], <i>ταῦτακἀμοὶ συνδεκεῖ</i>, σε Αριστοφ.· [[ταῦτα]] ξυνέδοξε τοῖς ἄλλοις, σε Θουκ.· απόλ., σε απαντήσεις, ξυνεδόκει [[ἡμῖν]] [[ταῦτα]]; είχαμε συμφωνήσει στα [[σημεία]] αυτά; δηλ. είχαμε συμφωνήσει, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ., φαίνεται εύλογο επίσης, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.· ομοίως, απόλ. σε μτχ., συνδοκοῦν ἅπασιν [[ὑμῖν]], εφόσον όλοι συμφωνείτε, σε Ξεν.· [[συνδόξαν]] τῷ πατρί, εφόσον ο [[πατέρας]] έδωσε την έγκρισή του, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ομοίως στη μτχ. Παθ. παρακ., [[λόγος]] τοῖς ἐπιεικεστάτοις συνδεδογμένος, στον οποίο επίσης συμφωνούν, σε Πλάτ.
|lsmtext='''συνδοκέω:''' μέλ. -[[δόξω]] και <i>-δοκήσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φαίνομαι]] επίσης [[εύλογος]], <i>ταῦτακἀμοὶ συνδεκεῖ</i>, σε Αριστοφ.· [[ταῦτα]] ξυνέδοξε τοῖς ἄλλοις, σε Θουκ.· απόλ., σε απαντήσεις, ξυνεδόκει [[ἡμῖν]] [[ταῦτα]]; είχαμε συμφωνήσει στα [[σημεία]] αυτά; δηλ. είχαμε συμφωνήσει, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ., φαίνεται εύλογο επίσης, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.· ομοίως, απόλ. σε μτχ., συνδοκοῦν ἅπασιν [[ὑμῖν]], εφόσον όλοι συμφωνείτε, σε Ξεν.· [[συνδόξαν]] τῷ πατρί, εφόσον ο [[πατέρας]] έδωσε την έγκρισή του, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ομοίως στη μτχ. Παθ. παρακ., [[λόγος]] τοῖς ἐπιεικεστάτοις συνδεδογμένος, στον οποίο επίσης συμφωνούν, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνδοκέω:''' также казаться, тоже представляться правильным ([[ταῦτα]] κἀμοὶ συνδοκεῖ Arph.): πᾶσι συνέδοξε [[ταῦτα]] Xen. все согласились с этим; преимущ. impers.: ἔμοιγε, σοὶ δὲ συνδοκεῖν [[χρεών]] Eur. мне кажется, да и тебе должно казаться так же; εἴ τοι δοκεῖ [[σφῷν]] [[ταῦτα]], χἠμῖν ξυνδοκεῖ Arph. если вам это угодно, то угодно и нам; συνδοκοῦν [[ὑμῖν]] Xen. поскольку вы согласны; [[συνδόξαν]] πᾶσι τοῖς ἀρίστοις Xen. ввиду единодушного мнения всех выдающихся людей; τὸ [[τέλος]] τῶν λόγων πᾶσιν συνδεδογμένον Plat. единогласный вывод всех речей.
}}
}}