Anonymous

συνεπιστρέφω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεπιστρέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[στρέφω]] συγχρόνως, [[περιστρέφω]] μαζί, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[καθιστώ]] κάποιον προσεκτικό από κοινού με κάποιον, σε Πλούτ.
|lsmtext='''συνεπιστρέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[στρέφω]] συγχρόνως, [[περιστρέφω]] μαζί, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[καθιστώ]] κάποιον προσεκτικό από κοινού με κάποιον, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεπιστρέφω:''' <b class="num">1)</b> одновременно поворачивать, вращать (τὴν τοῦ ἀτράκτου περιφοράν Plat.; τὰ ὄργανα πρός τινα Plut.): πρὸς ἓν [[τέλος]] συνεπιστρέφεσθαι τοῖς ἤθεσιν Plut. всеми помыслами устремляться к одной цели;<br /><b class="num">2)</b> поворачиваться: γραμμαὶ συνεπιστρέφουσαι πρὸς ἀλλήλας Plut. соединяющиеся друг с другом линии;<br /><b class="num">3)</b> обращать внимание, привлекать (τὸν ἀκροατὴν πρὸς ἑαυτόν Plut.): ἡ φωνὴ συνεπιστρέφουσα Plut. возглас, призывающий к вниманию.
}}
}}