Anonymous

συνεξαπατάω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεξᾰπᾰτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εξαπατώ]] επίσης ή από κοινού, σε Θουκ.· με δοτ., σε Ξεν.
|lsmtext='''συνεξᾰπᾰτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εξαπατώ]] επίσης ή από κοινού, σε Θουκ.· με δοτ., σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεξᾰπᾰτάω:''' вместе или одновременно обманывать Dem.: τοῦ Γέλωνος ἐξαπατωμένου, συνεξαπατώμενος ὁ [[Νεοπτόλεμος]] Plut. когда был обманут Гелон, вместе с ним обманут был и Неоптолем.
}}
}}