συνεξαπατάω
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
English (LSJ)
deceive together or also, D.23.159:—Pass., Id.16.2, Str.14.1.24; ὁ Συνεξαπατῶν, name of a play by Bato.
French (Bailly abrégé)
συνεξαπατῶ :
tromper avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐξαπατάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εξαπατάω mede geheel bedriegen.
German (Pape)
mit, zugleich betrügen, συνεξηπατημένων ὑμῶν Dem. 16.2, und Sp., wie Plut.
Russian (Dvoretsky)
συνεξᾰπᾰτάω: вместе или одновременно обманывать Dem.: τοῦ Γέλωνος ἐξαπατωμένου, συνεξαπατώμενος ὁ Νεοπτόλεμος Plut. когда был обманут Гелон, вместе с ним обманут был и Неоптолем.
Greek Monotonic
συνεξᾰπᾰτάω: μέλ. -ήσω, εξαπατώ επίσης ή από κοινού, σε Θουκ.· με δοτ., σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
συνεξᾰπᾰτάω: ἐξαπατῶ ὁμοῦ ἢ ὁμοίως, εἰ μὴ ξυνηπάτουν αὐτοὶ Δημ. 673. 2. ― Παθητ., ξυνηπατημένων ὑμῶν ὁ αὐτ. 202. 14.