Anonymous

σύννοια: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύννοια:''' Ιων. -ίη, <i>ἡ</i><br /><b class="num">1.</b> [[στοχασμός]], [[βαθιά]] [[σκέψη]], [[διανόηση]], σε Σοφ. κ.λπ.· <i>συννοίῃ ἐχόμενος</i>, βυθισμένος στις σκέψεις του, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> εναγώνια [[σκέψη]], [[ανησυχία]], [[φροντίδα]], στενοχώρια, σε Αισχύλ., Ευρ.· συννοίᾳ [[οἷον]] δέδρακε, από τις τύψεις του ό,τι έκανε, σε Ευρ.
|lsmtext='''σύννοια:''' Ιων. -ίη, <i>ἡ</i><br /><b class="num">1.</b> [[στοχασμός]], [[βαθιά]] [[σκέψη]], [[διανόηση]], σε Σοφ. κ.λπ.· <i>συννοίῃ ἐχόμενος</i>, βυθισμένος στις σκέψεις του, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> εναγώνια [[σκέψη]], [[ανησυχία]], [[φροντίδα]], στενοχώρια, σε Αισχύλ., Ευρ.· συννοίᾳ [[οἷον]] δέδρακε, από τις τύψεις του ό,τι έκανε, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''σύννοια:''' ион. συννοίη ἡ<br /><b class="num">1)</b> размышление, обдумывание Plat., Arst., Luc.: συννοίῃ ἐχόμενος Her. погруженный в размышления; [[ἐμοί]] τοι ἡ ξ. βουλεύει [[πάλαι]] Soph. я давно уже думаю об этом;<br /><b class="num">2)</b> забота, тревога (συννοίᾳ δάπτομαι [[κέαρ]] Aesch.): σύννοιαν ὄμμασιν φέρων Eur. с озабоченными глазами;<br /><b class="num">3)</b> сознание своей вины, угрызение (σ. [[οἷον]] δέδρακε [[ἔργον]] Eur.).
}}
}}