3,258,334
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σύννοια:''' Ιων. -ίη, <i>ἡ</i><br /><b class="num">1.</b> [[στοχασμός]], [[βαθιά]] [[σκέψη]], [[διανόηση]], σε Σοφ. κ.λπ.· <i>συννοίῃ ἐχόμενος</i>, βυθισμένος στις σκέψεις του, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> εναγώνια [[σκέψη]], [[ανησυχία]], [[φροντίδα]], στενοχώρια, σε Αισχύλ., Ευρ.· συννοίᾳ [[οἷον]] δέδρακε, από τις τύψεις του ό,τι έκανε, σε Ευρ. | |lsmtext='''σύννοια:''' Ιων. -ίη, <i>ἡ</i><br /><b class="num">1.</b> [[στοχασμός]], [[βαθιά]] [[σκέψη]], [[διανόηση]], σε Σοφ. κ.λπ.· <i>συννοίῃ ἐχόμενος</i>, βυθισμένος στις σκέψεις του, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> εναγώνια [[σκέψη]], [[ανησυχία]], [[φροντίδα]], στενοχώρια, σε Αισχύλ., Ευρ.· συννοίᾳ [[οἷον]] δέδρακε, από τις τύψεις του ό,τι έκανε, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σύννοια:''' ион. συννοίη ἡ<br /><b class="num">1)</b> размышление, обдумывание Plat., Arst., Luc.: συννοίῃ ἐχόμενος Her. погруженный в размышления; [[ἐμοί]] τοι ἡ ξ. βουλεύει [[πάλαι]] Soph. я давно уже думаю об этом;<br /><b class="num">2)</b> забота, тревога (συννοίᾳ δάπτομαι [[κέαρ]] Aesch.): σύννοιαν ὄμμασιν φέρων Eur. с озабоченными глазами;<br /><b class="num">3)</b> сознание своей вины, угрызение (σ. [[οἷον]] δέδρακε [[ἔργον]] Eur.). | |||
}} | }} |