3,277,002
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τᾰρᾰχή:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[σύγχυση]], [[διαταραχή]], [[ανησυχία]], σε Πίνδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για στρατό ή στόλο, σε Θουκ. κ.λπ.· <i>ἐν τῇ ταραχῄ</i>, σε [[σύγχυση]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[πολιτική]] [[σύγχυση]], [[αναβρασμός]], και στον πληθ., αναταραχές, ανησυχίες, στον ίδ., Αττ.· ταραχὴ γίγνεται [[τῶν]] ξυμμάχων πρὸς τοὺς Λακεδαμονίους, σε Θουκ. | |lsmtext='''τᾰρᾰχή:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[σύγχυση]], [[διαταραχή]], [[ανησυχία]], σε Πίνδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για στρατό ή στόλο, σε Θουκ. κ.λπ.· <i>ἐν τῇ ταραχῄ</i>, σε [[σύγχυση]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[πολιτική]] [[σύγχυση]], [[αναβρασμός]], και στον πληθ., αναταραχές, ανησυχίες, στον ίδ., Αττ.· ταραχὴ γίγνεται [[τῶν]] ξυμμάχων πρὸς τοὺς Λακεδαμονίους, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τᾰρᾰχή:''' ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> волнение ([[πνεῦμα]] καὶ τ. Arst.; [[ὕδατος]] NT);<br /><b class="num">2)</b> замешательство, смятение (φρενῶν Isocr.);<br /><b class="num">3)</b> запутанность, неясность: [[ταῦτα]] πάντα πολλὴν [[ἔχει]] ταραχήν Arst. все это крайне запутанно;<br /><b class="num">4)</b> неурядицы, раздоры, разногласия (τῶν ξυμμάχων πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους Thuc.; ταραχὰι πολιτικαί Arst.; λιμοὶ καὶ ταραχαί NT). | |||
}} | }} |