Anonymous

ταραχή: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰρᾰχή:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[σύγχυση]], [[διαταραχή]], [[ανησυχία]], σε Πίνδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για στρατό ή στόλο, σε Θουκ. κ.λπ.· <i>ἐν τῇ ταραχῄ</i>, σε [[σύγχυση]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[πολιτική]] [[σύγχυση]], [[αναβρασμός]], και στον πληθ., αναταραχές, ανησυχίες, στον ίδ., Αττ.· ταραχὴ γίγνεται [[τῶν]] ξυμμάχων πρὸς τοὺς Λακεδαμονίους, σε Θουκ.
|lsmtext='''τᾰρᾰχή:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[σύγχυση]], [[διαταραχή]], [[ανησυχία]], σε Πίνδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για στρατό ή στόλο, σε Θουκ. κ.λπ.· <i>ἐν τῇ ταραχῄ</i>, σε [[σύγχυση]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[πολιτική]] [[σύγχυση]], [[αναβρασμός]], και στον πληθ., αναταραχές, ανησυχίες, στον ίδ., Αττ.· ταραχὴ γίγνεται [[τῶν]] ξυμμάχων πρὸς τοὺς Λακεδαμονίους, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰρᾰχή:''' ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> волнение ([[πνεῦμα]] καὶ τ. Arst.; [[ὕδατος]] NT);<br /><b class="num">2)</b> замешательство, смятение (φρενῶν Isocr.);<br /><b class="num">3)</b> запутанность, неясность: [[ταῦτα]] πάντα πολλὴν [[ἔχει]] ταραχήν Arst. все это крайне запутанно;<br /><b class="num">4)</b> неурядицы, раздоры, разногласия (τῶν ξυμμάχων πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους Thuc.; ταραχὰι πολιτικαί Arst.; λιμοὶ καὶ ταραχαί NT).
}}
}}