Anonymous

ταραχή: Difference between revisions

From LSJ
6
(40)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />[[ταράσσω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[ταράσσω]], [[διατάραξη]], [[διασάλευση]]<br /><b>2.</b> [[ανησυχία]], [[κυρίως]] ψυχική, [[σύγχυση]] (α. «η [[γαλήνη]] σας γίνεται [[ταραχή]]», Σεφέρης<br />β. «[[καίπερ]] ἐν [[πολλῇ]] ταραχῇ καὶ φόβῳ ὄντας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (νεοελλ. συν. στον πληθ.) [[διατάραξη]] της έννομης τάξης και ομαλότητας (α. «[[μετά]] από την [[ψήφιση]] του νομοσχεδίου ξέσπασαν ταραχές στην [[πρωτεύουσα]]» β. «ταραχής τε και ἀνομίας μεστήν [[εἶναι]] τὴν τοιαύτην πολιτείαν», <b>Πλάτ.</b><br />γ. «κατεστάλησαν αἱ ταραχαί», Αισχίν.)<br /><b>4.</b> [[θόρυβος]], [[κρότος]] (α. «που νικάει την [[ταραχή]] τών βροντόκραυγων αρμάτων», <b>Σολωμ.</b><br />β. «εἴξας καὶ συνεκκρουσθεὶς τῇ πάντων φορᾷ ψηφίζεται ταραχὴν ὁρᾱν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> βίαιη [[ανακίνηση]] («[[ταραχή]] της θάλασσας»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για [[κατάσταση]]) [[ανακατωσούρα]], [[αναστάτωση]] που [[ενδεχομένως]] συνοδεύεται από [[ακαταστασία]] ή θόρυβο («το [[σπίτι]] βρίσκεται σε [[μεγάλη]] [[ταραχή]] εξαιτίας τών επισκευών που [[κάνω]]»)<br /><b>3.</b> <b>(ψυχολ.)</b> [[δραστηριότητα]] που παρουσιάζεται συγκεχυμένη και αποδιοργανωμένη, με κύριο χαρακτηριστικό της την [[έλλειψη]] συγκεκριμένου σκοπού και τις νευρικές κινήσεις, που αποτελούν [[συνήθως]] [[εκδήλωση]] της αγωνίας ατόμου υποκείμενου σε εντάσεις τις οποίες αυτό [[είναι]] ανίκανο να εξαλείψει<br /><b>αρχ.</b><br />[[διάρροια]].
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />[[ταράσσω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[ταράσσω]], [[διατάραξη]], [[διασάλευση]]<br /><b>2.</b> [[ανησυχία]], [[κυρίως]] ψυχική, [[σύγχυση]] (α. «η [[γαλήνη]] σας γίνεται [[ταραχή]]», Σεφέρης<br />β. «[[καίπερ]] ἐν [[πολλῇ]] ταραχῇ καὶ φόβῳ ὄντας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (νεοελλ. συν. στον πληθ.) [[διατάραξη]] της έννομης τάξης και ομαλότητας (α. «[[μετά]] από την [[ψήφιση]] του νομοσχεδίου ξέσπασαν ταραχές στην [[πρωτεύουσα]]» β. «ταραχής τε και ἀνομίας μεστήν [[εἶναι]] τὴν τοιαύτην πολιτείαν», <b>Πλάτ.</b><br />γ. «κατεστάλησαν αἱ ταραχαί», Αισχίν.)<br /><b>4.</b> [[θόρυβος]], [[κρότος]] (α. «που νικάει την [[ταραχή]] τών βροντόκραυγων αρμάτων», <b>Σολωμ.</b><br />β. «εἴξας καὶ συνεκκρουσθεὶς τῇ πάντων φορᾷ ψηφίζεται ταραχὴν ὁρᾱν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> βίαιη [[ανακίνηση]] («[[ταραχή]] της θάλασσας»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για [[κατάσταση]]) [[ανακατωσούρα]], [[αναστάτωση]] που [[ενδεχομένως]] συνοδεύεται από [[ακαταστασία]] ή θόρυβο («το [[σπίτι]] βρίσκεται σε [[μεγάλη]] [[ταραχή]] εξαιτίας τών επισκευών που [[κάνω]]»)<br /><b>3.</b> <b>(ψυχολ.)</b> [[δραστηριότητα]] που παρουσιάζεται συγκεχυμένη και αποδιοργανωμένη, με κύριο χαρακτηριστικό της την [[έλλειψη]] συγκεκριμένου σκοπού και τις νευρικές κινήσεις, που αποτελούν [[συνήθως]] [[εκδήλωση]] της αγωνίας ατόμου υποκείμενου σε εντάσεις τις οποίες αυτό [[είναι]] ανίκανο να εξαλείψει<br /><b>αρχ.</b><br />[[διάρροια]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τᾰρᾰχή:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[σύγχυση]], [[διαταραχή]], [[ανησυχία]], σε Πίνδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για στρατό ή στόλο, σε Θουκ. κ.λπ.· <i>ἐν τῇ ταραχῄ</i>, σε [[σύγχυση]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[πολιτική]] [[σύγχυση]], [[αναβρασμός]], και στον πληθ., αναταραχές, ανησυχίες, στον ίδ., Αττ.· ταραχὴ γίγνεται [[τῶν]] ξυμμάχων πρὸς τοὺς Λακεδαμονίους, σε Θουκ.
}}
}}