Anonymous

ταχύπους: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰχύπους:''' -ποδος, ὁ, ἡ, ταχύπουν, τό, γρήγορος στα πόδια, σε Ευρ., Αριστοφ.
|lsmtext='''τᾰχύπους:''' -ποδος, ὁ, ἡ, ταχύπουν, τό, γρήγορος στα πόδια, σε Ευρ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰχύπους:''' 2, gen. ποδος (χῠ) быстроногий, быстрый ([[ἵππος]], [[ἴχνος]], [[κῶλον]] Eur.; [[κυναλώπηξ]] Arph.).
}}
}}