Anonymous

ταρχύω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ταρχύω:''' μέλ. <i>ταρχύσω</i> — Παθ., Επικ. αορ. ταρχύθην [ῡ], σε Ανθ.· [[θάβω]] σεμνοπρεπώς, [[κηδεύω]] με [[κατάνυξη]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ταρχύω:''' μέλ. <i>ταρχύσω</i> — Παθ., Επικ. αορ. ταρχύθην [ῡ], σε Ανθ.· [[θάβω]] σεμνοπρεπώς, [[κηδεύω]] με [[κατάνυξη]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ταρχύω:''' (ῡ) (aor. pass. ταρχύθην с ῡ Anth.) торжественно хоронить, погребать (τινὰ τύμβῳ Hom.).
}}
}}