3,277,040
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σῶμα:''' -ατος, τό (αμφίβ. προέλ.)·<br /><b class="num">I. 1.</b> ανθρώπινο [[σώμα]]· στον Όμηρ. σημαίνει [[πάντοτε]] νεκρό [[σώμα]], [[πτώμα]], [[σορός]] ανθρώπου, [[λείψανο]], ενώ το ζωντανό [[σώμα]] ονομάζεται [[δέμας]].<br /><b class="num">2.</b> ζωντανό [[σώμα]], σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.· τὸ [[σῶμα]] σῴζειν ή <i>σῴζεσθαι</i>, [[σώζω]] τη [[ζωή]] μου, σε Δημ., Θουκ.· ἔχειν τὸ [[σῶμα]] [[κακῶς]], <i>ὡς βέλτιστα</i>, [[πάσχω]] ως προς το [[σώμα]], είμαι σε άριστη σωματική [[κατάσταση]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[σώμα]], αντίθ. προς την [[ψυχή]] ([[ψυχή]]), σε Πλάτ. κ.λπ.· <i>τὰ τοῦ σώματος ἔργα</i>, σωματικοί μόχθοι, σε Ξεν.· τὰ εἰς τὸ [[σῶμα]] τιμήματα, σωματικές ποινές, τιμωρίες, σε Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> περιφρ., ἀνθρώπου [[σῶμα]] = [[ἄνθρωπος]], σε Ηρόδ.· [[ιδίως]] στους Τραγ., [[σῶμα]] θηρὸς = ὁ [[θήρ]], σε Σοφ. κ.λπ.· [[συχνά]], λέγεται για δούλους, <i>σώματα αἰχμάλωτα</i>, σε Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> γενικά, [[σώμα]], [[κάθε]] υλική ή σωματική [[ουσία]] ή [[υπόσταση]], [[πράγμα]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">IV.</b> το όλο [[σώμα]] ή το [[σύνολο]] κάποιου πράγματος· <i>ὑπὸσώματι γῆς</i>, σε Αισχύλ.· τὸ [[σῶμα]] τῆς πίστεως, το [[σώμα]] της απόδειξης, δηλ. αποδείξεις, επιχειρήματα, σε Αριστ. | |lsmtext='''σῶμα:''' -ατος, τό (αμφίβ. προέλ.)·<br /><b class="num">I. 1.</b> ανθρώπινο [[σώμα]]· στον Όμηρ. σημαίνει [[πάντοτε]] νεκρό [[σώμα]], [[πτώμα]], [[σορός]] ανθρώπου, [[λείψανο]], ενώ το ζωντανό [[σώμα]] ονομάζεται [[δέμας]].<br /><b class="num">2.</b> ζωντανό [[σώμα]], σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.· τὸ [[σῶμα]] σῴζειν ή <i>σῴζεσθαι</i>, [[σώζω]] τη [[ζωή]] μου, σε Δημ., Θουκ.· ἔχειν τὸ [[σῶμα]] [[κακῶς]], <i>ὡς βέλτιστα</i>, [[πάσχω]] ως προς το [[σώμα]], είμαι σε άριστη σωματική [[κατάσταση]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[σώμα]], αντίθ. προς την [[ψυχή]] ([[ψυχή]]), σε Πλάτ. κ.λπ.· <i>τὰ τοῦ σώματος ἔργα</i>, σωματικοί μόχθοι, σε Ξεν.· τὰ εἰς τὸ [[σῶμα]] τιμήματα, σωματικές ποινές, τιμωρίες, σε Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> περιφρ., ἀνθρώπου [[σῶμα]] = [[ἄνθρωπος]], σε Ηρόδ.· [[ιδίως]] στους Τραγ., [[σῶμα]] θηρὸς = ὁ [[θήρ]], σε Σοφ. κ.λπ.· [[συχνά]], λέγεται για δούλους, <i>σώματα αἰχμάλωτα</i>, σε Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> γενικά, [[σώμα]], [[κάθε]] υλική ή σωματική [[ουσία]] ή [[υπόσταση]], [[πράγμα]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">IV.</b> το όλο [[σώμα]] ή το [[σύνολο]] κάποιου πράγματος· <i>ὑπὸσώματι γῆς</i>, σε Αισχύλ.· τὸ [[σῶμα]] τῆς πίστεως, το [[σώμα]] της απόδειξης, δηλ. αποδείξεις, επιχειρήματα, σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σῶμα:''' ᾰτος τό (Pind. dat. pl. σωμάτεσσι)<br /><b class="num">1)</b> (мертвое) тело, труп Hom., Hes., Her., Pind.: σ. σποδοῦ Soph. сожженный труп;<br /><b class="num">2)</b> живое тело Hes., Pind., Her.: αἱ κατὰ τὸ σ. ἡδοναί Plat. плотские наслаждения; τὰ εἰς τὸ σ. τιμήματα Aeschin. телесные наказания;<br /><b class="num">3)</b> человек (δόμοι καὶ σώματα Aesch.; σώματα καὶ χρήματα Thuc.): καὶ χρήματα καὶ τὰ ἑαυτῶν σώματα Xen. (их) имущество и они сами;<br /><b class="num">4)</b> жизнь: τὸ σ. (δια)σώζειν или (δια)σώζεσθαι Thuc., Isocr., Xen., Dem. спасать свою жизнь; τῶν σωμάτων στερηθῆναι Xen. лишиться жизни; περὶ τοῦ σώματος ἀγωνίζεσθαι Lys. бороться за свою жизнь;<br /><b class="num">5)</b> (описательно, без перевода): τὸ σὸν σ. Eur. = σύ; τὰ πολλὰ σώματα Soph. = οἱ [[πολλοί]]; σ. ἀνικάτου του [[θηρός]] Soph. = ὁ [[ἀνίκατος]] [[θήρ]]; δοῦλα καὶ ἐλεύθερα σώματα Xen. = δοῦλοι καὶ ἐλεύθεροι;<br /><b class="num">6)</b> раб Polyb.;<br /><b class="num">7)</b> основа, сущность (τῆς πίστεως Arst.);<br /><b class="num">8)</b> физ., мат. тело: μεγέθους τὸ ἐπὶ [[τρία]] σ. (ἐστιν) Arst. то, что имеет три измерения, есть тело;<br /><b class="num">9)</b> совокупность, масса, система (τοῦ κόσμου Plat.);<br /><b class="num">10)</b> анат. орган, аппарат: τὸ σ. τῶν νεφρῶν Arst. почки. | |||
}} | }} |