Anonymous

τέλμα: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τέλμα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[στάσιμο]] [[νερό]], λιμνάζον [[νερό]], [[έλος]], βάλτος, [[βούρκος]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· στον πληθ., χαμηλή [[χώρα]] υποκείμενη σε [[πλημμύρα]], σε κατακλυσμό, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[λάσπη]] λιμνάζοντος νερού, [[λάσπη]] χρήσιμη για την [[οικοδόμηση]], [[ασβέστης]], [[πηλός]], στον ίδ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''τέλμα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[στάσιμο]] [[νερό]], λιμνάζον [[νερό]], [[έλος]], βάλτος, [[βούρκος]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· στον πληθ., χαμηλή [[χώρα]] υποκείμενη σε [[πλημμύρα]], σε κατακλυσμό, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[λάσπη]] λιμνάζοντος νερού, [[λάσπη]] χρήσιμη για την [[οικοδόμηση]], [[ασβέστης]], [[πηλός]], στον ίδ. (άγν. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''τέλμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> стоячая вода, болото Arph., Xen., Plat., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> низина, пойма: τά τε κοῖλα τῆς γῆς καὶ τὰ τέλματα Her. овраги и поймы;<br /><b class="num">3)</b> глина или цемент: [[μετὰ]] τέλματι [[χρᾶσθαι]] ἀσφάλτῳ Her. пользоваться вместо цемента асфальтом.
}}
}}