Anonymous

τετραίνω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τετραίνω:''' Ιων. μέλ. <i>τετρᾰνέω</i>· Επικ. αορ. [[τέτρηνα]]· οι άλλοι χρόνοι σχηματίζονται από το <i>*τράω</i>, μέλ. <i>τρήσω</i>, αόρ. <i>ἔτρησα</i> — Παθ., παρακ. [[τέτρημαι]]· [[τρυπάω]], [[διατρυπώ]], σε Όμηρ. — Παθ., [[λίθος]] [[τετρημένος]], σε Ηρόδ.· <i>ὁ οὐρανὸς τέτρηται</i>, ο [[ουρανός]] έχει τρύπες, στον ίδ.· [[χάσμα]] τῆς γῆς τετρημένον, [[χάσμα]] σχηματισμένο από [[κομμάτιασμα]] της γης, σε Πλάτ.
|lsmtext='''τετραίνω:''' Ιων. μέλ. <i>τετρᾰνέω</i>· Επικ. αορ. [[τέτρηνα]]· οι άλλοι χρόνοι σχηματίζονται από το <i>*τράω</i>, μέλ. <i>τρήσω</i>, αόρ. <i>ἔτρησα</i> — Παθ., παρακ. [[τέτρημαι]]· [[τρυπάω]], [[διατρυπώ]], σε Όμηρ. — Παθ., [[λίθος]] [[τετρημένος]], σε Ηρόδ.· <i>ὁ οὐρανὸς τέτρηται</i>, ο [[ουρανός]] έχει τρύπες, στον ίδ.· [[χάσμα]] τῆς γῆς τετρημένον, [[χάσμα]] σχηματισμένο από [[κομμάτιασμα]] της γης, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''τετραίνω:''' (aor. ἐτέτρηνα - эп. [[τέτρηνα]], поздн. ἐτέτρανα)<br /><b class="num">1)</b> прокалывать (τένοντε ποδῶν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> просверливать (τι τερέτρῳ Hom.; [[λίθος]] τετρημένος Her.): αὐλὸς τετρανθείς Anth. свирель с отверстиями; [[χάσμα]] τετρημένον διά τινος Plat. отверстие, проходящее сквозь что-л.
}}
}}