Anonymous

τερθρεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τερθρεύομαι:''' αποθ., [[χρησιμοποιώ]] τεχνάσματα και απάτες, σε Δημ. (Πιθ. συνηρ. από το [[τερατεύομαι]]).
|lsmtext='''τερθρεύομαι:''' αποθ., [[χρησιμοποιώ]] τεχνάσματα και απάτες, σε Δημ. (Πιθ. συνηρ. από το [[τερατεύομαι]]).
}}
{{elru
|elrutext='''τερθρεύομαι:''' заниматься хитросплетениями, морочить словами Dem., Arph., Arst., Plut.
}}
}}