Anonymous

τεκταίνομαι: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τεκταίνομαι:''' μέλ. <i>τεκτᾰνοῦμαι</i>, αόρ. <i>ἐτεκτηνάμην</i>, Επικ. γʹ ενικ. <i>τεκτήνατο</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> αποθ., λέγεται για ξυλουργό, [[κατασκευάζω]], [[πλαισιώνω]], φτιάχνω, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., [[εκτελώ]] ξυλουργική [[εργασία]], αντίθ. προς τη σιδηρουργική, σε Αριστοφ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για άλλους τεχνίτες, σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[επινοώ]], [[μηχανεύομαι]], [[σχεδιάζω]], [[ιδίως]] λέγεται για πανουργίες, Λατ. machinari, <i>ἐτεκτήναντ' ἀπόφθεγκτόν μ'</i>, με εμπόδισαν να τους μιλήσω, σε Ευρ.· [[πᾶν]] ἐπ' ἐμοὶ τεκταινέσθω (ενν. ο Κλέωνας), σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[έπειτα]] βρίσκουμε το Ενεργ. [[τεκταίνω]] με την [[ίδια]] [[έννοια]], σε Ανθ., Λουκ.· επίσης η μτχ. <i>τεκταινόμενος</i>, με Παθ. [[σημασία]], σε Αριστοφ., Δημ.
|lsmtext='''τεκταίνομαι:''' μέλ. <i>τεκτᾰνοῦμαι</i>, αόρ. <i>ἐτεκτηνάμην</i>, Επικ. γʹ ενικ. <i>τεκτήνατο</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> αποθ., λέγεται για ξυλουργό, [[κατασκευάζω]], [[πλαισιώνω]], φτιάχνω, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., [[εκτελώ]] ξυλουργική [[εργασία]], αντίθ. προς τη σιδηρουργική, σε Αριστοφ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για άλλους τεχνίτες, σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[επινοώ]], [[μηχανεύομαι]], [[σχεδιάζω]], [[ιδίως]] λέγεται για πανουργίες, Λατ. machinari, <i>ἐτεκτήναντ' ἀπόφθεγκτόν μ'</i>, με εμπόδισαν να τους μιλήσω, σε Ευρ.· [[πᾶν]] ἐπ' ἐμοὶ τεκταινέσθω (ενν. ο Κλέωνας), σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[έπειτα]] βρίσκουμε το Ενεργ. [[τεκταίνω]] με την [[ίδια]] [[έννοια]], σε Ανθ., Λουκ.· επίσης η μτχ. <i>τεκταινόμενος</i>, με Παθ. [[σημασία]], σε Αριστοφ., Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''τεκταίνομαι:''' (fut. τεκτᾰνοῦμαι, aor. ἐτεκτηνάμην), редко [[τεκταίνω]]<br /><b class="num">1)</b> плотничать Arph., Xen.: μηδεὶς χαλκεύων [[ἅμα]] τεκταινέσθω Plat. ни один кузнец не должен заниматься в то же время и плотничным ремеслом;<br /><b class="num">2)</b> мастерить, делать, строить ([[νῆας]] Hom.; χέλυν HH; τὸν κόσμον Plat.): ὁ τεκταινόμενος Plut. мастер, творец τ. ἀπόφθεγκτόν τινα Eur. приводить кого-л. к молчанию;<br /><b class="num">3)</b> устраивать, затевать (στάσιν Plut.): μῆτιν [[σύν]] τινι τ. Hom. устраивать с кем-л. совещание;<br /><b class="num">4)</b> интриговать, строить козни (ἐπί τινι Arph.): τὰ τεκταινόμενα Arph., Dem. козни, интриги.
}}
}}