Anonymous

τιτρώσκω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τιτρώσκω:''' (√<i>ΤΡΩ</i>, απ' όπου σχηματίζονται οι χρόνοι), μέλ. [[τρώσω]], αόρ. [[ἔτρωσα]] — Παθ., μέλ. <i>τρωθήσομαι</i>, και στη Μέσ. <i>τρώσομαι</i>, γʹ μέλ. <i>τετρώσομαι</i>, αόρ. <i>ἐτρώθην</i>, παρακ. [[τέτρωμαι]]·<br /><b class="num">1.</b> [[τραυματίζω]], [[πληγώνω]], σε Όμηρ.· Παθ., <i>τετρῶσθαι τὸν μηρόν</i>, να έχεις [[τραύμα]] στον μηρό, σε Ηρόδ.· με σύστ. αντ., <i>τιτρώσκειν φόνον</i>, να επιφέρεις θανατηφόρο [[τραύμα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[βλάπτω]], [[καταστρέφω]], λέγεται για πλοία, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., λέγεται για [[κρασί]], [[προξενώ]] [[ζημιά]], [[βλάπτω]], σε Ευρ., Ξεν.
|lsmtext='''τιτρώσκω:''' (√<i>ΤΡΩ</i>, απ' όπου σχηματίζονται οι χρόνοι), μέλ. [[τρώσω]], αόρ. [[ἔτρωσα]] — Παθ., μέλ. <i>τρωθήσομαι</i>, και στη Μέσ. <i>τρώσομαι</i>, γʹ μέλ. <i>τετρώσομαι</i>, αόρ. <i>ἐτρώθην</i>, παρακ. [[τέτρωμαι]]·<br /><b class="num">1.</b> [[τραυματίζω]], [[πληγώνω]], σε Όμηρ.· Παθ., <i>τετρῶσθαι τὸν μηρόν</i>, να έχεις [[τραύμα]] στον μηρό, σε Ηρόδ.· με σύστ. αντ., <i>τιτρώσκειν φόνον</i>, να επιφέρεις θανατηφόρο [[τραύμα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[βλάπτω]], [[καταστρέφω]], λέγεται για πλοία, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., λέγεται για [[κρασί]], [[προξενώ]] [[ζημιά]], [[βλάπτω]], σε Ευρ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''τιτρώσκω:''' эп. [[τρώω]] (fut. [[τρώσω]], aor. [[ἔτρωσα]], pf. τέτρωκα; pass.: τρωθήσομαι и τρώσομαι med., aor. [[ἐτρώθην]], pf. [[τέτρωμαι]], fut. 3 τετρώσομαι)<br /><b class="num">1)</b> ранить (τινά Hom.): τετρωμένος εἰς γαστέρα Xen. раненый в живот; τετρῶσθαι τὸν μηρόν Her. получить рану в бедро; τ. φόνον Eur. наносить смертельную рану;<br /><b class="num">2)</b> повреждать, разбивать (πολλὰς τῶν [[νεῶν]] Thuc.); разбивать, раскалывать (τὸ [[ᾠόν]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> (о доводах) разбивать, опровергать (τινά Plat.);<br /><b class="num">4)</b> (о вине) опьянять, отуманивать, сбивать с ног (τινα Hom., Eur.);<br /><b class="num">5)</b> перен. уязвлять, сокрушать Eur.: τετρωμένος τὴν ψυχήν Diod. душевно сокрушенный.
}}
}}