Anonymous

τρυφή: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρῠφή:''' ἡ ([[θρύπτω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[λεπτότητα]], [[αβρότητα]], [[απαλότητα]], σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.· στον πληθ., πολυτέλειες, ηδυπάθειες, Λατ. [[deliciae]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[φιληδονία]], [[ασέλγεια]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> [[υπερηφάνεια]], [[έπαρση]], [[θρασύτητα]], [[δυστροπία]], στον ίδ.
|lsmtext='''τρῠφή:''' ἡ ([[θρύπτω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[λεπτότητα]], [[αβρότητα]], [[απαλότητα]], σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.· στον πληθ., πολυτέλειες, ηδυπάθειες, Λατ. [[deliciae]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[φιληδονία]], [[ασέλγεια]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> [[υπερηφάνεια]], [[έπαρση]], [[θρασύτητα]], [[δυστροπία]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῠφή:''' дор. [[τρυφά|τρῠφά]] (ᾱ) ἡ [[θρύπτω]]<br /><b class="num">1)</b> роскошь, нега (τ. καὶ [[ἀκολασία]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> наслаждение (τρυφαὶ Τρωϊκαί Eur.): τρυφὰς τρυφᾶν Eur. предаваться наслаждениям;<br /><b class="num">3)</b> избалованность, распущенность, своеволие ([[ὕβρις]] καὶ τ. Arph.).
}}
}}