Anonymous

ὑάλεος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑάλεος:''' [ᾰ], -α, -ον ([[ὕαλος]]), = [[ὑάλινος]], αυτός που είναι φτιαγμένος από [[γυαλί]], σε Ανθ.· συνηρ. [[ὑαλοῦς]], <i>-ᾶ</i>, <i>-οῦν</i>, [[γυάλινος]], σε Στράβ., Λουκ.
|lsmtext='''ὑάλεος:''' [ᾰ], -α, -ον ([[ὕαλος]]), = [[ὑάλινος]], αυτός που είναι φτιαγμένος από [[γυαλί]], σε Ανθ.· συνηρ. [[ὑαλοῦς]], <i>-ᾶ</i>, <i>-οῦν</i>, [[γυάλινος]], σε Στράβ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑάλεος:''' стяж. [[ὑαλοῦς]] 3 (ῠᾱ, в Anth. ῡ)<br /><b class="num">1)</b> стеклянный, прозрачный (ἐκπώματα Luc.; [[κύλιξ]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> ясный, светлый, нежный (παιδὸς [[ὄψις]] Anth.).
}}
}}