Anonymous

ὑγρός: Difference between revisions

From LSJ
2,021 bytes added ,  1 January 2019
4b
(6)
(4b)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑγρός:''' -ά, -όν,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[υγρός]], [[νοτερός]], ρέων, [[τρεχούμενος]], [[ρευστός]], σε Όμηρ. κ.λπ.· ὑγρὸν [[ἔλαιον]], δηλ. [[ελαιόλαδο]], αντίθ. προς το ζωικό [[λίπος]], στον ίδ.· ὑγρὸν [[ὕδωρ]], τρεχούμενο [[νερό]], σε Ομήρ. Οδ.· ἄνεμοι ὑγρὸν [[ἀέντες]], άνεμοι που πνέουν, φυσούν με [[υγρασία]] ή φέρνοντας [[βροχή]], αντίθ. προς τους ξηρούς, καυτούς ανέμους, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> ἡ [[ὑγρά]], Ιων. [[ὑγρή]], [[υγρασία]], δηλ. η [[θάλασσα]], σε Όμηρ.· ομοίως και, ὑγρὰ [[κέλευθα]], υδάτινοι δρόμοι, δηλ. η [[θάλασσα]], στον ίδ.· και [[ὑγρά]] μόνο, αντίθ. προς το [[ἀπείρων]] [[γαῖα]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> <i>τὸ ὑγρον</i> και τὰ [[ὑγρά]], [[υγρότητα]], [[υγρασία]], [[νερό]], ύδατα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> [[μέτρα]] ὑγρὰ καὶ [[ξηρά]], μέτρο για υγρά και [[ξηρά]] πράγματα, σε Πλάτ.<br /><b class="num">5.</b> <i>θῆρες ὑγροί</i>, ζώα του νερού, του υγρού στοιχείου, αντίθ. προς το <i>πεζοί</i>, σε Ανθ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[μαλακός]], [[ευλύγιστος]], [[υποχωρητικός]], [[εύκαμπτος]], [[ευέλικτος]], [[ευκίνητος]], [[λυγερός]], [[σβέλτος]], Λατ. [[mollis]], λέγεται για τα [[νώτα]] του αετού, σε Πίνδ.· λέγεται για νεανικά [[μέλη]] σώματος, σε Πλάτ.· <i>ὑγρὰ ἔχειν τὰ σκέλη</i>, λέγεται για [[άλογο]], σε Ξεν.· ομοίως, χρησιμ. και για τα πουλάρια, [[γόνατα]] ὑγρῶς κάμπτειν, ὑγρῶς τοῖς σκέλεσι [[χρῆσθαι]] (πρβλ. το [[mollia]] crura reponit του Βιργ.), στον ίδ.· ομοίως, ὑγρὸς [[ἄκανθος]] ([[mollis]] [[acanthus]] του Βιργ.), σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> [[άτονος]], [[αδύναμος]], [[άψυχος]], λέγεται για κάποιον που πεθαίνει, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για μάτια, υγρά, δακρυσμένα, αυτός που λιώνει, [[τρυφερός]], αυτός που μαραζώνει, <i>ὄμμασιν ὑγρὰ δεδορκώς</i>, σε Ανθ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> μεταφ., λέγεται για πρόσωπα, [[βολικός]], [[κατάβολος]], [[προσηνής]], [[υποχωρητικός]], [[μαλακός]] στην [[διάθεση]], [[εύκολος]], [[ήπιος]], [[συγκαταβατικός]], σε Πλούτ.· [[πολυτελής]], [[ακριβός]], [[πολυδάπανος]], <i>ὑγρὸς πρὸς τὴν δίαιταν</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''ὑγρός:''' -ά, -όν,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[υγρός]], [[νοτερός]], ρέων, [[τρεχούμενος]], [[ρευστός]], σε Όμηρ. κ.λπ.· ὑγρὸν [[ἔλαιον]], δηλ. [[ελαιόλαδο]], αντίθ. προς το ζωικό [[λίπος]], στον ίδ.· ὑγρὸν [[ὕδωρ]], τρεχούμενο [[νερό]], σε Ομήρ. Οδ.· ἄνεμοι ὑγρὸν [[ἀέντες]], άνεμοι που πνέουν, φυσούν με [[υγρασία]] ή φέρνοντας [[βροχή]], αντίθ. προς τους ξηρούς, καυτούς ανέμους, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> ἡ [[ὑγρά]], Ιων. [[ὑγρή]], [[υγρασία]], δηλ. η [[θάλασσα]], σε Όμηρ.· ομοίως και, ὑγρὰ [[κέλευθα]], υδάτινοι δρόμοι, δηλ. η [[θάλασσα]], στον ίδ.· και [[ὑγρά]] μόνο, αντίθ. προς το [[ἀπείρων]] [[γαῖα]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> <i>τὸ ὑγρον</i> και τὰ [[ὑγρά]], [[υγρότητα]], [[υγρασία]], [[νερό]], ύδατα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> [[μέτρα]] ὑγρὰ καὶ [[ξηρά]], μέτρο για υγρά και [[ξηρά]] πράγματα, σε Πλάτ.<br /><b class="num">5.</b> <i>θῆρες ὑγροί</i>, ζώα του νερού, του υγρού στοιχείου, αντίθ. προς το <i>πεζοί</i>, σε Ανθ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[μαλακός]], [[ευλύγιστος]], [[υποχωρητικός]], [[εύκαμπτος]], [[ευέλικτος]], [[ευκίνητος]], [[λυγερός]], [[σβέλτος]], Λατ. [[mollis]], λέγεται για τα [[νώτα]] του αετού, σε Πίνδ.· λέγεται για νεανικά [[μέλη]] σώματος, σε Πλάτ.· <i>ὑγρὰ ἔχειν τὰ σκέλη</i>, λέγεται για [[άλογο]], σε Ξεν.· ομοίως, χρησιμ. και για τα πουλάρια, [[γόνατα]] ὑγρῶς κάμπτειν, ὑγρῶς τοῖς σκέλεσι [[χρῆσθαι]] (πρβλ. το [[mollia]] crura reponit του Βιργ.), στον ίδ.· ομοίως, ὑγρὸς [[ἄκανθος]] ([[mollis]] [[acanthus]] του Βιργ.), σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> [[άτονος]], [[αδύναμος]], [[άψυχος]], λέγεται για κάποιον που πεθαίνει, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για μάτια, υγρά, δακρυσμένα, αυτός που λιώνει, [[τρυφερός]], αυτός που μαραζώνει, <i>ὄμμασιν ὑγρὰ δεδορκώς</i>, σε Ανθ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> μεταφ., λέγεται για πρόσωπα, [[βολικός]], [[κατάβολος]], [[προσηνής]], [[υποχωρητικός]], [[μαλακός]] στην [[διάθεση]], [[εύκολος]], [[ήπιος]], [[συγκαταβατικός]], σε Πλούτ.· [[πολυτελής]], [[ακριβός]], [[πολυδάπανος]], <i>ὑγρὸς πρὸς τὴν δίαιταν</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑγρός:''' <b class="num">1)</b> жидкий ([[ἔλαιον]] Hom.): μέτρα [[ὑγρά]] Plat. меры жидкостей;<br /><b class="num">2)</b> влажный, мокрый, сырой ([[ἄνεμος]] Hom.; γῆ Xen.; [[ξύλον]] NT);<br /><b class="num">3)</b> текучий ([[ὕδωρ]] Hom.; ῥέεθρα Soph.; [[δάκρυ]] Eur.);<br /><b class="num">4)</b> водный, морской ([[κέλευθα]] Hom.);<br /><b class="num">5)</b> водяной (θῆρες Anth.);<br /><b class="num">6)</b> дождливый ([[νύξ]] Plat.);<br /><b class="num">7)</b> гибкий ([[νῶτον]] Pind.; [[σῶμα]] Xen.): [[κέρας]] [[ὑγρόν]] Theocr. гибкий лук;<br /><b class="num">8)</b> расслабленный, слабеющий, бессильный ([[ἀγκών]] Soph.; [[χείρ]] Eur.);<br /><b class="num">9)</b> размякший, дряблый, рыхлый (ἡ [[σάρξ]] Arst.);<br /><b class="num">10)</b> перен. гибкий, податливый (ἡ [[νεότης]] Plut.);<br /><b class="num">11)</b> вялый, ленивый (ὑ. καὶ [[ῥᾴθυμος]] Plut.);<br /><b class="num">12)</b> томный, нежный ([[βλέμμα]] Anacr.);<br /><b class="num">13)</b> томительный, страстный ([[πόθος]] HH);<br /><b class="num">14)</b> вкрадчивый ([[κόλαξ]] Plut.);<br /><b class="num">15)</b> изнеженный: ὑ. πρὸς τὴν δίαιταν Plut. ведущий изнеженный образ жизни;<br /><b class="num">16)</b> склонный: ὑ. τῷ γελοίῳ Plut. склонный к смеху, смешливый;<br /><b class="num">17)</b> (о гласных) колеблющийся, т. е. обоюдный: φωνάεντα [[ὑγρά]] Sext. обоюдные гласные (α, ι, υ, могущие быть то краткими, то долгими). - см. тж. [[ὑγρά]] и [[ὑγρόν]].
}}
}}