Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑλακτικός: Difference between revisions

From LSJ
4b
(42)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ὑλακτῶ]]<br /><b>1.</b> [[επιρρεπής]] στο [[γάβγισμα]] ή αυτός που γαβγίζει διαρκώς<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[χαρακτηρισμός]] τών κυνικών φιλοσόφων.
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ὑλακτῶ]]<br /><b>1.</b> [[επιρρεπής]] στο [[γάβγισμα]] ή αυτός που γαβγίζει διαρκώς<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[χαρακτηρισμός]] τών κυνικών φιλοσόφων.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑλακτικός:''' (ῠ) беспрестанно лающий, брехливый ([[κύων]] Arst., перен. Luc.).
}}
}}