ὑλακτικός
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
English (LSJ)
ὑλακτική, ὑλακτικόν, disposed to bark, Arist.Phgn.807a19, Luc. Bis Acc.33; ζῷον Ph.1.352.
German (Pape)
[Seite 1176] bellend, zum Bellen geneigt; Luc. bis acc. 33; Erkl. von ὑλακόμωρος in Schol.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui aboie facilement.
Étymologie: ὑλακτέω.
Russian (Dvoretsky)
ὑλακτικός: (ῠ) беспрестанно лающий, брехливый (κύων Arst., перен. Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑλακτικός: [ῠ], ή, όν, διατεθειμένος νὰ ὑλακτῇ, ὁ ἀγαπῶν νὰ γαυγύζῃ, Ἀριστ. Φυσιογν. 2, 15, Λουκ. Δὶς κατηγ. 33.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α ὑλακτῶ
1. επιρρεπής στο γάβγισμα ή αυτός που γαβγίζει διαρκώς
2. μτφ. χαρακτηρισμός τών κυνικών φιλοσόφων.