Anonymous

ὑπέκκαυμα: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπέκκαυμα:''' -ατος, τό ([[ἐκκαίω]]), καύσιμη, εύφλεκτη ύλη, καύσιμο, σε Ξεν.· μεταφ., [[έναυσμα]], [[ερέθισμα]], [[ελατήριο]], [[κίνητρο]], Λατ. [[fomes]], <i>ἔρωτος</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''ὑπέκκαυμα:''' -ατος, τό ([[ἐκκαίω]]), καύσιμη, εύφλεκτη ύλη, καύσιμο, σε Ξεν.· μεταφ., [[έναυσμα]], [[ερέθισμα]], [[ελατήριο]], [[κίνητρο]], Λατ. [[fomes]], <i>ἔρωτος</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπέκκαυμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> зажигательный материал, растопка: ἀσφάλτῳ ὑπεκκαύματι κεχρισμένος Xen. смазанный легко воспламеняющимся асфальтом; ὑ. τῆς [[φλογός]] Plut. горючий материал;<br /><b class="num">2)</b> перен. возбудитель (ἔρωτος [[οὐδέν]] ἐστι δεινότερον ὑ. Xen.; τῆς νόσου Arst.; τῆς λύπης Plut.).
}}
}}