3,273,831
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπέκκαυμα:''' -ατος, τό ([[ἐκκαίω]]), καύσιμη, εύφλεκτη ύλη, καύσιμο, σε Ξεν.· μεταφ., [[έναυσμα]], [[ερέθισμα]], [[ελατήριο]], [[κίνητρο]], Λατ. [[fomes]], <i>ἔρωτος</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''ὑπέκκαυμα:''' -ατος, τό ([[ἐκκαίω]]), καύσιμη, εύφλεκτη ύλη, καύσιμο, σε Ξεν.· μεταφ., [[έναυσμα]], [[ερέθισμα]], [[ελατήριο]], [[κίνητρο]], Λατ. [[fomes]], <i>ἔρωτος</i>, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπέκκαυμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> зажигательный материал, растопка: ἀσφάλτῳ ὑπεκκαύματι κεχρισμένος Xen. смазанный легко воспламеняющимся асфальтом; ὑ. τῆς [[φλογός]] Plut. горючий материал;<br /><b class="num">2)</b> перен. возбудитель (ἔρωτος [[οὐδέν]] ἐστι δεινότερον ὑ. Xen.; τῆς νόσου Arst.; τῆς λύπης Plut.). | |||
}} | }} |