ὑπέκκαυμα
καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know
English (LSJ)
-ατος, τό,
A combustible matter, fuel, X.Cyr.7.5.22, Arist.Resp.473a5, Mete.341b19, al.: metaph. of food, as supplying animal heat, Hp.Aph.1.14, Plu.2.694f, Aët.9.19.
b the supposed Sphere of Fire surrounding the atmosphere, Simp. in Cael.20.26, al. (quoting Arist.Mete. l.c.).
2 metaph., provocative, incentive, ἔρωτος X.Smp.4.25; πολλοῖς ὑ. ἔστ' ἔρωτος μουσική Men.237, cf. Phld.Mus.p.80 K.; ὑ. τῆς νόσου Arist. Pr.859b19; πόθου καὶ χάριτος Plu.Lyc.15.
German (Pape)
[Seite 1185] τό, womit man Etwas anzündet, Zunder; ἄσφαλτος Xen. Cyr. 7, 5, 22; τῆς φλογός Plut. Alex. 35. – Übertr., Reizmittel, ἔρωτος Xen. Conv. 4, 25; λείψανον καὶ ὑπέκκαυμα πόθου Plut. Lyc. 15; τῆς ἀρετῆς Agesil. 5; consol. ad ux. 7 sec. Epic. 4 u. öfter; vgl. Jae. Ach. Tat. p. 424. 498.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
I. ce qui sert à allumer, matière combustible;
II. p. anal.
1 ce qui réchauffe (le corps), nourriture, aliment;
2 fig. ce qui enflamme, ce qui excite (l'amour, le désir, etc.).
Étymologie: ὑπεκκαίω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέκκαυμα: ατος τό
1 зажигательный материал, растопка: ἀσφάλτῳ ὑπεκκαύματι κεχρισμένος Xen. смазанный легко воспламеняющимся асфальтом; ὑ. τῆς φλογός Plut. горючий материал;
2 перен. возбудитель (ἔρωτος οὐδέν ἐστι δεινότερον ὑ. Xen.; τῆς νόσου Arst.; τῆς λύπης Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέκκαυμα: τό, ὕλη καύσιμος, ξύλα, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 7. 5, 22, Ἀριστ. Πολ. 6. 1, Μετεωρ. 1. 4, 4, κ. ἀλλ.· ― μεταφορ., ἐπὶ τῆς τροφῆς ὡς παρεχούσης ζωϊκὴν θερμότητα, Ἱππ. Ἀφ. 1243, πρβλ. Πλούτ. 2. 694F. 2) μεταφορ., τὸ παρακινοῦν, προτρέπον τινὰ εἴς τι, ἐλατήριον, Λατ. fomes, ἔρωτος Ξεν. Συμπ. 4. 25· πολλοῖς ὑπέκκαυμ’ ἔστ’ ἔρωτος μουσικὴ Μένανδρ. ἐν «Θησαυρῷ» 2· ὑπ. τῆς νόσου Ἀριστ. Προβλ. 1. 7· πόθου καὶ χάριτος Πλουτ. Λυκοῦργ. 15.
Greek Monolingual
-αύματος, τὸ, Α ὑπεκκαίω
1. καύσιμη ύλη με την οποία ανάβει κανείς φωτιά, προσάναμμα
2. υποτιθέμενη σφαίρα από φωτιά που περιβάλλει την ατμόσφαιρα
3. μτφ. α) η τροφή η οποία παρέχει ζωική θερμότητα
β) καθετί που προτρέπει, που παρακινεί, έναυσμα («πολλοῖς ὑπέκκαυμ' ἔστ' ἔρωτος μουσική», Μέν.).
Greek Monotonic
ὑπέκκαυμα: -ατος, τό (ἐκκαίω), καύσιμη, εύφλεκτη ύλη, καύσιμο, σε Ξεν.· μεταφ., έναυσμα, ερέθισμα, ελατήριο, κίνητρο, Λατ. fomes, ἔρωτος, στον ίδ.
Middle Liddell
ὑπέκκαυμα, ατος, τό, ἐκκαίω
combustible matter, fuel, Xen.:—metaph. an incentive, Lat. fomes, ἔρωτος Xen.