Anonymous

ὑπεραλγής: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεραλγής:''' -ές, γεν. <i>-έος</i>, υπερβολικά [[οδυνηρός]], [[θλιβερός]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ὑπεραλγής:''' -ές, γεν. <i>-έος</i>, υπερβολικά [[οδυνηρός]], [[θλιβερός]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεραλγής:''' <b class="num">1)</b> крайне мучительный ([[χόλος]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> тяжело страдающий (διά τι Polyb.).
}}
}}