ὑπεραλγής
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
ὑπεραλγές,
A exceedingly grievous, τὸν ὑ. χόλον S.El.176 (lyr.).
2 suffering excessively, Plb.3.79.12.
German (Pape)
[Seite 1190] ές, gen. έος, übermäßigen Schmerz empfindend; χόλος, Soph. El. 176; Pol. 3, 79, 12.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très pénible.
Étymologie: ὑπέρ, ἄλγος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεραλγής:
1 крайне мучительный (χόλος Soph.);
2 тяжело страдающий (διά τι Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεραλγής: -ές, γεν. έος, ὑπερβαλλόντως ἀλγεινός, θλιβερός, τὸν ὑπ. χόλον Σοφ. Ἠλ. 176. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπεραλγῆ χόλον· ἄγαν ὀδυνηρόν, λυπηρόν». 2) ὁ πάσχων ἢ ἀλγῶν ὑπερβαλλόντως, πλήρης πόνου, Πολύβ. 3. 79, 12.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που προκαλεί έντονο άλγος, πολύ οδυνηρός
2. αυτός που νιώθει βαθιά οδύνη, που πονάει πάρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -αλγής (< ἄλγος), πρβλ. ἐναλγής, περιαλγής].
Greek Monotonic
ὑπεραλγής: -ές, γεν. -έος, υπερβολικά οδυνηρός, θλιβερός, σε Σοφ.