Anonymous

ὑπεραυξάνω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεραυξάνω:''' και -[[αύξω]], μέλ. <i>-αυξήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αυξάνω]] υπέρμετρα — Παθ., αυξάνομαι [[επιπλέον]], σε Ανδοκ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., αυξάνομαι υπερβολικά, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ὑπεραυξάνω:''' και -[[αύξω]], μέλ. <i>-αυξήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αυξάνω]] υπέρμετρα — Παθ., αυξάνομαι [[επιπλέον]], σε Ανδοκ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., αυξάνομαι υπερβολικά, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεραυξάνω:''' быстро возрастать Plut., NT.
}}
}}