Anonymous

ὑπέρογκος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπέρογκος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που έχει υπερβολικό όγκο, [[υπερμεγέθης]], σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[υπέρμετρος]], [[υπερβολικός]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ὑπέρογκος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που έχει υπερβολικό όγκο, [[υπερμεγέθης]], σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[υπέρμετρος]], [[υπερβολικός]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπέρογκος:''' <b class="num">1)</b> чрезвычайно распухший (ἡ [[κνήμη]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> страшно толстый (πιμελὴς καὶ ὑ. Luc.);<br /><b class="num">3)</b> непомерно раздутый, разбухший ([[δύναμις]] Dem.);<br /><b class="num">4)</b> огромный: τὰ ὑπέρογκα τῶν βελῶν Arst. громадные стрелы;<br /><b class="num">5)</b> чрезмерный (τιμαί Plut.);<br /><b class="num">6)</b> надутый, надменный ([[φρόνημα]] Plut.);<br /><b class="num">7)</b> напыщенный, высокопарный ([[λέξις]] Plut.; ὑπέρογκα φθέγγεσθαι NT).
}}
}}