ὑπέρογκος
English (LSJ)
ὑπέρογκον,
A of excessive bulk or size, γενομένης τῆς κνήμης ὑ. swelled to a great size, X.HG5.4.58; [μαστοὶ] οἱ ὑ. Sor.1.88; πιμελὴς καὶ ὑ. Luc. tim.15; δύναμις ὑ., opp. ταπεινή, D.4.23; τὰ ὑ. τῶν βελῶν Arist.Aud.802b34.
2 immoderate, excessive, οὐσίαι Pl.Ep.317c; τιμαί, εὐτυχίαι, etc., Plu.2.820f, Aem.34, etc.; φρόνημα Id.Luc.21; τὰ ὑ., opp. τὰ ἐλλείποντα, Pl.Lg.728e; of style, ponderous, verbose, Plu.2.7a (but also ὑπέρογκα λαλεῖν talk 'big', Ep.Jud.16, cf. 2 Ep.Pet.2.18): generally, exceedingly great, πρᾶγμα Luc.DMort.23.2. Adv. ὑπερόγκως Ph.1.103, Plu.Demetr. 30: neut. as adverb, ὑπέρογκον φρονεῖν Iamb.Protr.14.
3 difficult, LXX 2 Ki.13.2.
German (Pape)
[Seite 1199] von übermäßigem Umfange, angeschwollen, Xen. Hell. 5, 4, 58; von übergroßer Masse, bes. allzu fleischig, Sp., wie Alciphr. 1, 39, Gegensatz von ἄσαρκος; vgl. Poll. 4, 136; – allgem., unmäßig, Plat. Legg. V, 728 e; δύναμις, Dem. 4, 23; auch πρᾶγμα, Luc. D. mort. 23, 2; vom Styl, schwülstig, Plut. ed. lib. 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. gonflé outre mesure;
II. p. ext.
1 très gros, chargé d'embonpoint;
2 ampoulé (style);
3 énorme, démesuré, excessif ; fig. orgueilleux.
Étymologie: ὑπέρ, ὄγκος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρογκος:
1 чрезвычайно распухший (ἡ κνήμη Xen.);
2 страшно толстый (πιμελὴς καὶ ὑ. Luc.);
3 непомерно раздутый, разбухший (δύναμις Dem.);
4 огромный: τὰ ὑπέρογκα τῶν βελῶν Arst. громадные стрелы;
5 чрезмерный (τιμαί Plut.);
6 надутый, надменный (φρόνημα Plut.);
7 напыщенный, высокопарный (λέξις Plut.; ὑπέρογκα φθέγγεσθαι NT).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρογκος: -ον, ὁ λίαν ὀγκώδης, ὑπερβολικὸν ἔχων ὄγκον, γενομένης τῆς κνήμης ὑπ., ἐξογκωθείσης μεγάλως, Ξεν. Ἑλλ. 5 4, 58· πιμελὴς καὶ ὑπ. Λουκ. Τίμων 15· δύναμις ὑπ., ἀντίθετον τῷ ταπεινή, Δημ. 46. 16· τὰ ὑπ. τῶν βελῶν Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 43. 2) ὑπερμεγέθης, ὑπερβολικός, ὑπέρμετρος, οὐσίαι Πλάτ. Ἐπιστ. 317C· τιμαί, εὐτυχίαι Πλούτ. 2. 820?. Αἰμίλ. 34, κλπ.· τὰ ὑπέρογκα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἐλλείποντα, Πλάτ. Νόμ. 728Ε· ― ἐπὶ ὕφους μεγαλοπρεπής, κομπαστικός, πομπώδης, Πλούτ. 2. 7Α· ― καθόλου, μέγας εἰς ὑπερβολήν, πρᾶγμα Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 23. 2. ― Ἐπίρρ., -κως, Φίλων 1. 103, Πλούτ.· ὡσαύτως ἐν τῷ οὐδετ., ὑπέρογκον φρονεῖν Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 226· ὑπέρογκα Γ. Λαπίθ. στ. 526. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπέρογκον, μέγα, ὑψηλόν, ὑπὲρ μέτρον».
English (Strong)
from ὑπέρ and ὄγκος; bulging over, i.e. (figuratively) insolent: great swelling.
English (Thayer)
ὑπέρογκον (ὑπέρ, and ὄγκος a swelling), oversollen; metaphorically, immoderate, extravagant: λαλεῖν, φθέγγεσθαι, ὑπέρογκα (A. V. great swelling words) expressive of arrogance, ἐπί τόν Θεόν added, Theod., cf. the Sept. Xenophon, Plato, Josephus, Plutarch, Lucian, Aelian, Arrian.)
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπέρογκος, -ον, ΜΝΑ
1. υπέρμετρα ογκώδης, τεράστιος
2. συνεκδ. υπέρμετρος, υπερβολικός (α. «ὑπέρογκες δαπάνες» β. «τὰς μεγάλας οὐσίας καὶ ὑπερόγκους», Πλάτ.)
νεοελλ.
φρ. «υπέρογκη βλάβη»
ρωμ. δίκ. βλάβη που συνίσταται στην πώληση ενός αγαθού σε τιμή χαμηλότερη από το μισό της αγοραίας αξίας την οποία αυτό είχε στο διάστημα της αγοραπωλησίας
μσν.-αρχ.
(το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) ὑπέρογκον και ὑπέρογκα
με πομπώδη και κομπαστικό τρόπο
αρχ.
1. (για λεκτικό ύφος) πάρα πολύ πομπώδης, στομφώδης
2. δύσκολος.
επίρρ...
υπερόγκως / ὑπερόγκως, ΝΜΑ, και υπέρογκα Ν
νεοελλ.
σε πολύ μεγάλο βαθμό, υπέρμετρα
αρχ.
1. με εξαιρετικά μεγαλοπρεπή ή και πομπώδη τρόπο
2. με υψηλόφρονα ή περήφανο τρόπο («ὑπερόγκως καὶ μεγαλοπρεπῶς λογιζόμενος», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ὄγκος (πρβλ. ἔξογκος)].
Greek Monotonic
ὑπέρογκος: -ον, 1. αυτός που έχει υπερβολικό όγκο, υπερμεγέθης, σε Ξεν., Δημ.
2. υπέρμετρος, υπερβολικός, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ὑπέρ-ογκος, ον,
1. of excessive bulk, swollen to a great size, Xen., Dem.
2. immoderate, excessive, Plat.
Chinese
原文音譯:Øpšrogkoj 虛胚而-盎格可士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:在上-巨大的
字義溯源:過於誇張,過度的,誇大的,誇大話,矜誇大話;由(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上,過於)與(ὄγκος)*=重量)組成
出現次數:總共(2);彼後(1);猶(1)
譯字彙編:
1) 誇大話(1) 猶1:16;
2) 矜誇大話(1) 彼後2:18