Anonymous

ὑποκλονέομαι: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποκλονέομαι:''' Παθ., οδηγούμαι σε [[σύγχυση]], ταράζομαι [[μπροστά]] σε κάποιον, <i>τινι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ὑποκλονέομαι:''' Παθ., οδηγούμαι σε [[σύγχυση]], ταράζομαι [[μπροστά]] σε κάποιον, <i>τινι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποκλονέομαι:''' быть гонимым, убегать: ὑ. τινι Hom. бежать в смятении от кого-л.
}}
}}