Anonymous

ὑποθωπεύω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποθωπεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[κολακεύω]] λίγο, [[αποκτώ]], [[κερδίζω]] την [[εύνοια]] κάποιου ή [[κατακτώ]], [[αποσπώ]] με [[κολακεία]], σε Αριστοφ.· απόλ., [[χρησιμοποιώ]] [[κολακεία]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ὑποθωπεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[κολακεύω]] λίγο, [[αποκτώ]], [[κερδίζω]] την [[εύνοια]] κάποιου ή [[κατακτώ]], [[αποσπώ]] με [[κολακεία]], σε Αριστοφ.· απόλ., [[χρησιμοποιώ]] [[κολακεία]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποθωπεύω:''' ласкать, ласково поглаживать (τινά Arph.): οὐδὲν ὑποθωπεύσας Her. без всякой лести.
}}
}}