ὑποθωπεύω
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
English (LSJ)
win by flattery, Ar.Ach.639 (anap.), V.610 (anap.), D.H.7.34, Philostr.VS1.21.4: abs., οὐδὲν ὑποθωπεύσας without using any flattery, Hdt.1.30; εἴργασταί μοι μηδὲν -εύσας ὁ λόγος Chor.3.84 p.69 F.-R.
German (Pape)
[Seite 1218] ein wenig, heimlich, unvermerkt schmeicheln, liebkosen; Her. 1, 30; τινά, Ar. Ach. 614 Vesp. 610; D. Hal. 7, 34.
French (Bailly abrégé)
caresser ou flatter doucement, acc..
Étymologie: ὑπό, θωπεύω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποθωπεύω: ласкать, ласково поглаживать (τινά Arph.): οὐδὲν ὑποθωπεύσας Her. без всякой лести.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποθωπεύω: θωπεύω ὀλίγον, κολακεύω, διὰ κολακείας ἑλκύω τινὸς τὴν συμπάθειαν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 639, Σφ. 610· - ἀπολύτ., οὐδὲν ὑποθωπεύσας, χωρὶς νὰ κάμῃ χρῆσιν κολακείας τινός, Ἡρόδ. 1. 30.
Greek Monolingual
Α
κολακεύω κάποιον σε μικρό βαθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + θωπεύω «κολακεύω»].
Greek Monotonic
ὑποθωπεύω: μέλ. -σω, κολακεύω λίγο, αποκτώ, κερδίζω την εύνοια κάποιου ή κατακτώ, αποσπώ με κολακεία, σε Αριστοφ.· απόλ., χρησιμοποιώ κολακεία, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
fut. σω
to flatter a little, win by flattery, Ar.:—absol. to use flattery, Hdt.