Anonymous

ὑπεῖπον: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεῖπον:''' αόρ. βʹ, [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]] (σε [[θέση]] ενεστ. χρησιμ. το [[ὑπαγορεύω]])· μέλ. <i>-ὑπ-ερῶ</i>, παρακ. <i>ὑπ-είρηκα</i>·<br /><b class="num">1.</b> λέω σαν [[αρχή]] ή σαν πρόλογο, [[προτάσσω]], [[αναφέρω]] εισαγωγικά, [[προτείνω]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[παραθέτω]], προσθέτω, σε Αριστοφ., Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[προτείνω]], [[δίνω]] μια [[εξήγηση]], [[εξηγώ]], [[ερμηνεύω]], σε Σοφ., Πλάτ.
|lsmtext='''ὑπεῖπον:''' αόρ. βʹ, [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]] (σε [[θέση]] ενεστ. χρησιμ. το [[ὑπαγορεύω]])· μέλ. <i>-ὑπ-ερῶ</i>, παρακ. <i>ὑπ-είρηκα</i>·<br /><b class="num">1.</b> λέω σαν [[αρχή]] ή σαν πρόλογο, [[προτάσσω]], [[αναφέρω]] εισαγωγικά, [[προτείνω]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[παραθέτω]], προσθέτω, σε Αριστοφ., Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[προτείνω]], [[δίνω]] μια [[εξήγηση]], [[εξηγώ]], [[ερμηνεύω]], σε Σοφ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεῖπον:''' aor. к [[ὑπαγορεύω]].
}}
}}