3,277,301
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπεῖπον:''' αόρ. βʹ, [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]] (σε [[θέση]] ενεστ. χρησιμ. το [[ὑπαγορεύω]])· μέλ. <i>-ὑπ-ερῶ</i>, παρακ. <i>ὑπ-είρηκα</i>·<br /><b class="num">1.</b> λέω σαν [[αρχή]] ή σαν πρόλογο, [[προτάσσω]], [[αναφέρω]] εισαγωγικά, [[προτείνω]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[παραθέτω]], προσθέτω, σε Αριστοφ., Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[προτείνω]], [[δίνω]] μια [[εξήγηση]], [[εξηγώ]], [[ερμηνεύω]], σε Σοφ., Πλάτ. | |lsmtext='''ὑπεῖπον:''' αόρ. βʹ, [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]] (σε [[θέση]] ενεστ. χρησιμ. το [[ὑπαγορεύω]])· μέλ. <i>-ὑπ-ερῶ</i>, παρακ. <i>ὑπ-είρηκα</i>·<br /><b class="num">1.</b> λέω σαν [[αρχή]] ή σαν πρόλογο, [[προτάσσω]], [[αναφέρω]] εισαγωγικά, [[προτείνω]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[παραθέτω]], προσθέτω, σε Αριστοφ., Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[προτείνω]], [[δίνω]] μια [[εξήγηση]], [[εξηγώ]], [[ερμηνεύω]], σε Σοφ., Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπεῖπον:''' aor. к [[ὑπαγορεύω]]. | |||
}} | }} |