Anonymous

ὑπώπιον: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 16: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπώπιον:''' τό (ὤψ),<br /><b class="num">I.</b> το [[μέρος]] του προσώπου [[κάτω]] από τα μάτια· γενικά, [[πρόσωπο]], όψη, [[παρουσιαστικό]], [[εμφάνιση]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[χτύπημα]] στο [[πρόσωπο]], μελανιασμένο [[μάτι]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ὑπώπιον:''' τό (ὤψ),<br /><b class="num">I.</b> το [[μέρος]] του προσώπου [[κάτω]] από τα μάτια· γενικά, [[πρόσωπο]], όψη, [[παρουσιαστικό]], [[εμφάνιση]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[χτύπημα]] στο [[πρόσωπο]], μελανιασμένο [[μάτι]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπώπιον:''' τό<b class="num">1)</b> pl. нижняя половина лица, лик: νυκτὶ [[ἀτάλαντος]] ὑπώπια Hom. ликом подобный ночи;<br /><b class="num">2)</b> синяк или кровоподтек под глазами Eur., Arph., Lys., Luc.;<br /><b class="num">3)</b> досл. пощечина, перен. оскорбление Cic.
}}
}}