Anonymous

ὑπόσχεσις: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπόσχεσις:''' -εως, ἡ ([[ὑπισχνέομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[εγγύηση]], [[δέσμευση]], προσυμφωνία, [[υπόσχεση]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· <i>ὑπόσχεσιν ἀπολαβεῖν</i>, [[λαμβάνω]], [[δέχομαι]] την [[εκπλήρωση]] της υπόσχεσης, σε Ξεν.· ἀπαιτεῖν [[τὰς]] ὑποσχέσεις, [[απαίτηση]] εκπλήρωσής τους, σε Αριστ.· <i>ὑπόσχεσιν ψεύδεσθαι</i>, αποτυγχάνει στην [[εκπλήρωση]], [[ολοκλήρωση]], εκτέλεσή του, σε Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> [[επάγγελμα]] (ως [[τρόπος]], [[μέθοδος]] του βίου), σε Λουκ.
|lsmtext='''ὑπόσχεσις:''' -εως, ἡ ([[ὑπισχνέομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[εγγύηση]], [[δέσμευση]], προσυμφωνία, [[υπόσχεση]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· <i>ὑπόσχεσιν ἀπολαβεῖν</i>, [[λαμβάνω]], [[δέχομαι]] την [[εκπλήρωση]] της υπόσχεσης, σε Ξεν.· ἀπαιτεῖν [[τὰς]] ὑποσχέσεις, [[απαίτηση]] εκπλήρωσής τους, σε Αριστ.· <i>ὑπόσχεσιν ψεύδεσθαι</i>, αποτυγχάνει στην [[εκπλήρωση]], [[ολοκλήρωση]], εκτέλεσή του, σε Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> [[επάγγελμα]] (ως [[τρόπος]], [[μέθοδος]] του βίου), σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπόσχεσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> обещание, обязательство Hom., Her., Isocr., Plat.: ἡ ὑ. ἀπέβη Thuc. обещание было выполнено; ἀπολάβοιμι παρὰ Καλλίου τὴν ὑπόσχεσιν Xen. я бы хотел, чтобы Каллий сдержал свое слово;<br /><b class="num">2)</b> род занятий, профессия (τὸ [[ἀξίωμα]] τῆς ὑποσχέσεως Luc.).
}}
}}