Anonymous

ὑποθυμιάω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6_2)
(4b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποθυμιάω''': [[καπνίζω]] [[κάτωθεν]], Λατ. suffire, τ. θείῳ Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 4. 5· - μέσ. ἀόρ. α΄, Ἱππ. 646. - Παθ., καίομαι πρὸς θυμίασίν τινος ἢ [[ὅπως]] καπνισθῇ τι, Διοσκ. 1. 104., 3. 126, κλπ.
|lstext='''ὑποθυμιάω''': [[καπνίζω]] [[κάτωθεν]], Λατ. suffire, τ. θείῳ Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 4. 5· - μέσ. ἀόρ. α΄, Ἱππ. 646. - Παθ., καίομαι πρὸς θυμίασίν τινος ἢ [[ὅπως]] καπνισθῇ τι, Διοσκ. 1. 104., 3. 126, κλπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποθῡμιάω:''' окуривать (τῷ θείῳ τι Luc.).
}}
}}