ὑποθυμιάω
From LSJ
English (LSJ)
A fumigate, τι θείῳ Luc.DMeretr.4.5:—Med., aor. 1, Hp.Mul.2.128:—Pass., to be burnt for fumigation, Dsc.1.6,76, 3.112.
II abs. in Act., make a thick smoke, Aen.Tact.32.1.
German (Pape)
[Seite 1218] Weihrauch od. andere wohlriechende Specereien auf untergelegtem Feuer verbrennen, damit räuchern; Luc. D. Mer. 4; Clem. Al. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποθυμιάω: καπνίζω κάτωθεν, Λατ. suffire, τ. θείῳ Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 4. 5· - μέσ. ἀόρ. α΄, Ἱππ. 646. - Παθ., καίομαι πρὸς θυμίασίν τινος ἢ ὅπως καπνισθῇ τι, Διοσκ. 1. 104., 3. 126, κλπ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποθῡμιάω: окуривать (τῷ θείῳ τι Luc.).