Anonymous

φημίζω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φημίζω:''' Επικ. μέλ. <i>-ίξω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐφήμισα</i>, Δωρ. <i>ἐφάμιξα</i>· ([[φήμη]])·<br /><b class="num">1.</b> [[διαδίδω]] [[φήμη]], <i>φήμην φημίζειν</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέω [[είδηση]], σε Ησίοδ.· [[προφητεύω]], σε Αισχύλ. — Μέσ., [[εκφράζω]] με λέξεις, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> στη Μέσ. επίσης, [[υπόσχομαι]], <i>τιτινι</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''φημίζω:''' Επικ. μέλ. <i>-ίξω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐφήμισα</i>, Δωρ. <i>ἐφάμιξα</i>· ([[φήμη]])·<br /><b class="num">1.</b> [[διαδίδω]] [[φήμη]], <i>φήμην φημίζειν</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέω [[είδηση]], σε Ησίοδ.· [[προφητεύω]], σε Αισχύλ. — Μέσ., [[εκφράζω]] με λέξεις, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> στη Μέσ. επίσης, [[υπόσχομαι]], <i>τιτινι</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''φημίζω:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> вещать, прорицать (ᾗ καὶ ἐφήμισεν [[Ἀπόλλων]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> высказывать, выражать ([[συντόμως]] τι Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> обещать (τὴν εὐνήν τινι Eur.);<br /><b class="num">4)</b> разглашать: [[φήμη]], ἥντινα πολλοὶ λαοὶ φημίξωσι Hes. молва, которую разносит толпа; οἱ [[τεθνάναι]] φημισθέντες [[ψευδῶς]] Plut. те, которых ложно объявили умершими.
}}
}}