Anonymous

φημίζω: Difference between revisions

From LSJ
6
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[φουμίζω]] και [[φουμάω]] Ν [[φῆμις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διασπείρω]] τη [[φήμη]] προσώπου ή πράγματος σε όλους, το [[κάνω]] γνωστό, το [[διαφημίζω]] («ποιο [[πρέπει]] να παινέσουσι, ποιο [[πρέπει]] να φημίσου», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>φημίζομαι</i> [[είμαι]] [[περιώνυμος]], [[ξακουστός]] («φημίζεται για τη [[μεγαλοψυχία]] του»)<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «[[ποιος]] φουμίζει τον γαμπρό; η καλή του η [[πεθερά]]» — λέγεται για εκείνους που επαινούν [[πάντοτε]] ό,τι [[είναι]] δικό τους<br /><b>μσν.</b><br />(ενεργ. και μέσ.) [[κάνω]] [[επίδειξη]] της δύναμης, της ομορφιάς ή τών ικανοτήτων μου, επιδεικνύομαι («κι ἄρξετο νὰ φημίζεται ἐμπρὸς ἀπὸ τοὺς Φράγκους», Χρον. Μορ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκπέμπω]] [[φωνή]] και, [[κυρίως]], [[προφητεύω]] («ᾗ καὶ [[Λοξίας]] ἐφήμισε», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαδίδω]] [[λόγια]], [[διασπείρω]] φήμες («[[φήμη]] δ' οὔ τις [[πάμπαν]] ἀπόλλυται, ἥν τινα πολλοὶ λαοὶ φημίξωσι», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καλώ]], [[ονομάζω]]<br /><b>4.</b> [[υπόσχομαι]]<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> εκφράζομαι με [[λόγια]], [[εκθέτω]] («μακρὸν δὲ [[πῆμα]] [[συντόμως]] ἐφημίσω», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> δυσφημούμαι.
|mltxt=ΝΜΑ, και [[φουμίζω]] και [[φουμάω]] Ν [[φῆμις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διασπείρω]] τη [[φήμη]] προσώπου ή πράγματος σε όλους, το [[κάνω]] γνωστό, το [[διαφημίζω]] («ποιο [[πρέπει]] να παινέσουσι, ποιο [[πρέπει]] να φημίσου», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>φημίζομαι</i> [[είμαι]] [[περιώνυμος]], [[ξακουστός]] («φημίζεται για τη [[μεγαλοψυχία]] του»)<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «[[ποιος]] φουμίζει τον γαμπρό; η καλή του η [[πεθερά]]» — λέγεται για εκείνους που επαινούν [[πάντοτε]] ό,τι [[είναι]] δικό τους<br /><b>μσν.</b><br />(ενεργ. και μέσ.) [[κάνω]] [[επίδειξη]] της δύναμης, της ομορφιάς ή τών ικανοτήτων μου, επιδεικνύομαι («κι ἄρξετο νὰ φημίζεται ἐμπρὸς ἀπὸ τοὺς Φράγκους», Χρον. Μορ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκπέμπω]] [[φωνή]] και, [[κυρίως]], [[προφητεύω]] («ᾗ καὶ [[Λοξίας]] ἐφήμισε», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαδίδω]] [[λόγια]], [[διασπείρω]] φήμες («[[φήμη]] δ' οὔ τις [[πάμπαν]] ἀπόλλυται, ἥν τινα πολλοὶ λαοὶ φημίξωσι», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καλώ]], [[ονομάζω]]<br /><b>4.</b> [[υπόσχομαι]]<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> εκφράζομαι με [[λόγια]], [[εκθέτω]] («μακρὸν δὲ [[πῆμα]] [[συντόμως]] ἐφημίσω», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> δυσφημούμαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''φημίζω:''' Επικ. μέλ. <i>-ίξω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐφήμισα</i>, Δωρ. <i>ἐφάμιξα</i>· ([[φήμη]])·<br /><b class="num">1.</b> [[διαδίδω]] [[φήμη]], <i>φήμην φημίζειν</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέω [[είδηση]], σε Ησίοδ.· [[προφητεύω]], σε Αισχύλ. — Μέσ., [[εκφράζω]] με λέξεις, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> στη Μέσ. επίσης, [[υπόσχομαι]], <i>τιτινι</i>, σε Ευρ.
}}
}}