Anonymous

φθεγκτός: Difference between revisions

From LSJ
4b
(45)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[φθέγγομαι]]<br />αυτός που έχει ή μπορεί να παραγάγει [[φωνή]].
|mltxt=-ή, -όν, Α [[φθέγγομαι]]<br />αυτός που έχει ή μπορεί να παραγάγει [[φωνή]].
}}
{{elru
|elrutext='''φθεγκτός:''' [adj. verb. к [[φθέγγομαι]] звучащий или звучный ([[τόνος]] Plut.).
}}
}}